Κάθε 10 δευτερόλεπτα ένας άνθρωπος πεθαίνει εξαιτίας του τσιγάρου. Σίγουρα ακούγεται υπερβολικό, ωστόσο ποτέ τα νούμερα δεν ήταν σύμμαχοι των καπνιστών. Έχει υπολογιστεί, ότι κάθε τσιγάρο που καπνίζεται αφαιρεί κατά μέσο όρο πέντε λεπτά από τη ζωή του καπνιστή. Οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία ευθύνονται για 2.000.000 θανάτους το χρόνο στις αναπτυγμένες χώρες και για 1.000.000 θανάτους στις αναπτυσσόμενες. Περισσότεροι από 500.000 θάνατοι παρουσιάζονται ετησίως σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ως αποτέλεσμα του καπνίσματος. Αν σε αυτά τα νούμερα συνυπολογίσουμε ότι κάθε μέρα, περίπου 80-100.000 νέοι άνθρωποι παγκοσμίως αρχίζουν το κάπνισμα, τότε διαπιστώνουμε ότι οι προβλέψεις είναι σίγουρα δυσοίωνες.
Σήμερα, οι ασθένειες που προκαλούν τις περισσότερες αναπηρίες και θανάτους όπως είναι τα καρδιαγγειακά και ο καρκίνος, σχετίζονται κατά τα 2/3 με τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες του κάθε ατόμου. Τέτοιες συνήθειες είναι το κάπνισμα και η κακή διατροφή και όταν αυτές συνυπάρχουν, αναμφισβήτητα οι επιπτώσεις στην υγεία είναι βλαβερές. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη Framingham, μια από τις μεγαλύτερες επιδημιολογικές μελέτες, το προσδόκιμο επιβίωσης των παχύσαρκων καπνιστών είναι κατά μέσο όρο 13 χρόνια μικρότερο από αυτό των καπνιστών με φυσιολογικό βάρος, με το 50% περίπου των παχύσαρκων καπνιστών να καταλήγουν στην ηλικία των σαράντα έως και εβδομήντα ετών.
Επιπρόσθετα, πολυάριθμες επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι ο αριθμός των τσιγάρων σχετίζεται θετικά με το σωματικό βάρος και ότι οι «βαρείς» καπνιστές (>2 πακέτα/ημέρα) έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι παχύσαρκοι. Τα ευρήματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη γενικότερη πεποίθηση ότι το κάπνισμα βοηθά στη ρύθμιση του σωματικού βάρους, αυξάνοντας τις μεταβολικές δαπάνες και δρώντας ως κατασταλτικό της όρεξης.
Είναι αλήθεια ότι στο βραχυπρόθεσμο διάστημα η νικοτίνη αυξάνει την ενέργεια που χρησιμοποιεί ο οργανισμός, ενώ ταυτόχρονα μειώνει την όρεξη. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως ένα τσιγάρο αυξάνει κατά 3% την κατανάλωση ενέργειας στην επόμενη μισή ώρα. Σε συνήθεις καπνιστές που καπνίζουν 24 τσιγάρα μέσα σε μία ημέρα, ο μεταβολισμός τους αυξάνεται από 2230 σε 2445 θερμίδες περίπου. Η εξήγηση για την προσωρινή αυτή δράση συνδέεται με το γεγονός πως η νικοτίνη διεγείρει το συμπαθητικό νευρικό σύστημα του οργανισμού το οποίο εκτός των άλλων επηρεάζει και τον μεταβολικό μας ρυθμό. Επιπρόσθετα φαίνεται ότι, η νικοτίνη καταστέλλει την όρεξη για διάστημα 2 έως και 3 ωρών από το κάπνισμα ενός τσιγάρου, ενώ ενισχύει και την αίσθηση κορεσμού και πληρότητας μετά από το γεύμα.
Τέλος, οι καπνιστές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν υπερθυρεοειδισμό, γεγονός που εξηγεί, εν μέρει τουλάχιστον και το μεγαλύτερο μεταβολικό ρυθμό. Οι φυσιολογικές αυτές επιδράσεις του τσιγάρου, πιθανότατα εξηγούν το γιατί οι καπνιστές έχουν κατά μέσο χαμηλότερο σωματικό βάρος από τους μη καπνιστές αλλά και το λόγο για τον οποίο αυτοί που διακόπτουν το κάπνισμα τείνουν να προσλαμβάνουν βάρος. Ωστόσο, φαίνεται ότι η δράση αυτή του καπνίσματος εξασθενεί σε παχύσαρκα άτομα και επηρεάζεται από το βαθμό φυσικής δραστηριότητας και τη γενικότερη φυσική κατάσταση του καπνιστή.
Το ερώτημα γιατί οι «βαρείς» καπνιστές ζυγίζουν περισσότερο από τους «ελαφριούς» καπνιστές, είναι δύσκολο να απαντηθεί επιστημονικά. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι «βαρείς» καπνιστές είναι πιο πιθανό να υιοθετούν και περισσότερο ανθυγιεινές συμπεριφορές που ευνοούν την αύξηση του σωματικού βάρους όπως είναι για παράδειγμα η καθιστική ζωή, η φτωχή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και η κακή διατροφή γενικά και τέλος η συστηματική κατανάλωση αλκοόλ. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σε αυτό το σημείο αποτελεί το γεγονός πως όταν αυτά τα άτομα προσπάθησαν να κόψουν το κάπνισμα, αύξησαν το σωματικό τους βάρος. Αυτό τους απογοήτευσε και υποτροπίασαν ενδίδοντας ξανά στις παλιές καπνιστικές τους συνήθειες. Έτσι τα άτομα αυτά βίωναν κύκλους απώλειας και επαναπρόσληψης βάρους με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν περισσότερο να γίνουν παχύσαρκα, αφού το φαινόμενο της κυκλικής διακύμανσης του σωματικού βάρους έχει συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα παχυσαρκίας.
Παρόλο που είναι πλέον κοινός τόπος ότι η διακοπή του καπνίσματος οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, λίγες μόνο είναι οι μελέτες που έχουν εξετάσει τις χρόνιες επιδράσεις του καπνίσματος στο μεταβολισμό και στη ρύθμιση βάρους, με τα αποτελέσματα αυτών να είναι αντικρουόμενα. Φαίνεται ωστόσο ότι, οι πρώην καπνιστές παρουσιάζουν μια μέση αύξηση στο σωματικό του βάρους της τάξης των 3 κιλών μετά τη διακοπή του καπνίσματος.
Μάλιστα, έχει βρεθεί επίσης ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο επιρρεπείς, καθώς τα αποτελέσματα μια μεγάλης πληθυσμιακής μελέτης που πραγματοποιήθηκε στις Η.Π.Α. έδειξαν ότι, δέκα χρόνια μετά τη διακοπή του καπνίσματος η μέση αύξηση στο σωματικό βάρος σε άνδρες και γυναίκες ήταν 2,8 και 3,8 κιλά αντίστοιχα. Ενδιαφέρουσα ωστόσο είναι η παρατήρηση ότι, μετά από 30 ημέρες διακοπής του καπνίσματος ο μεταβολικός ρυθμός των γυναικών ήταν 16% χαμηλότερος σε σχέση με αυτόν πριν τη διακοπή του. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε όχι μόνο στη μεταβολική δράση του καπνίσματος αλλά και στην αυξημένη πρόσληψη θερμίδων. Και φαίνεται λογική η αντικατάσταση μιας δραστηριότητας που μέχρι πρόσφατα πρόσφερε ευχαρίστηση (κάπνισμα) με μία άλλη που επίσης προσφέρει ευχαρίστηση (αυξημένη κατανάλωση τροφής).
Ο πιθανός μηχανισμός που εξηγεί την αύξηση στο σωματικό βάρος μετά τη διακοπή του καπνίσματος, δεν είναι πλήρως κατανοητός. Θεωρείται, ότι οφείλεται αφενός στην αύξηση της θερμιδικής πρόσληψης, που κατά μέσο όρο υπολογίζεται στις 250-300 θερμίδες/ημέρα και αφετέρου στη μείωση των ενεργειακών δαπανών. Η τελευταία μάλιστα είναι πιθανό να εξηγείται και από αλλαγές στην έκκριση νευροπεπτιδίων όπως η λεπτίνη και το νευροπεπτίδιο Υ αλλά και ορμονών όπως η νοραδρεναλίνη και η ντοπαμίνη.
Ενδιαφέρουσα επίσης φαίνεται μια νέα θεωρία που έχει αναπτυχθεί για να εξηγήσει την πρόσληψη βάρους σε αυτούς που διακόπτουν το κάπνισμα. Η λεγόμενη ‘θεωρία του σημείου εκκίνησης’ υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος έχει ένα σωματικό βάρος αναφοράς γύρω από το οποίο το βάρος του παρουσιάζει διακυμάνσεις είτε ανοδικές είτε καθοδικές. Φαίνεται λοιπόν πως αυτοί που καπνίζουν έχουν το σημείο εκκίνησης χαμηλότερα, άρα μικρότερο σωματικό βάρος και όταν διακόπτουν το κάπνισμα το σημείο αναφοράς επιστρέφει στην αρχική του θέση (ψηλότερα από πριν), άρα το σωματικό τους βάρος αυξάνεται.
Τέλος, υπάρχουν έρευνες που καταδεικνύουν ότι υπάρχουν τρόφιμα που ενισχύουν τη γεύση του τσιγάρου και άλλα που την αλλοιώνουν, χωρίς ωστόσο να μπορούν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα. Σύμφωνα με έρευνα που διεξάχθηκε από επιστήμονες του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Ντιούκ, οι περισσότεροι καπνιστές ανάφεραν ότι τα οινοπνευματώδη ποτά βελτιώνουν τη γεύση του τσιγάρου, όπως και τα ροφήματα με καφεΐνη – ο καφές, το τσάι και διάφορα αναψυκτικά.
Απεναντίας, τα γαλακτοκομικά όπως το γάλα και το τυρί, τα ροφήματα χωρίς καφεΐνη όπως οι χυμοί και το νερό, τα φρούτα και τα λαχανικά ψηφίστηκαν ως οι τροφές που αλλοιώνουν τη γεύση του τσιγάρου. Ωστόσο, χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να διαπιστωθεί πως ακριβώς επηρεάζουν τα τρόφιμα τη γεύση του τσιγάρου και εάν η αλλαγή της διατροφής μπορεί να συμβάλλει στην επιτυχία της προσπάθειας διακοπής του καπνίσματος.
Συμπερασματικά λοιπόν, το κάπνισμα σχετίζεται ισχυρά με το σωματικό βάρος και μάλιστα τα άτομα που καπνίζουν πολύ έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα σε σχέση με αυτά που καπνίζουν λίγο ή και καθόλου. Από την άλλη πλευρά, φυσιολογικά η διακοπή του τσιγάρου επάγει την αύξηση του βάρους, επίδραση που πιθανότητα εξασθενεί μετά την πάροδο 6 μηνών από τη διακοπή του. Άλλωστε, αν και δεν είναι εύκολο να συγκρίνουμε τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος και του αυξημένου σωματικού βάρους, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι αύξηση μεγαλύτερη των 20 κιλών στο βάρος θα μπορούσε να συγκριθεί με τις αρνητικές επιπτώσεις του τσιγάρου στην υγεία.