/
1,801 Views0

Χάρης Δημοσθενόπουλος MMedSci.PhD,

Κλινικός Διαιτολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ-, Μέλος ΔΣ ΕΜΠΑΚΑΝ, Scientific Secretary of DNSG

Τα τελευταία χρόνια πολλές εκθέσεις από μεγάλους οργανισμούς έχουν αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο της διατροφής στην ανθρώπινη υγεία και στην πρόληψη των μη μεταδοτικών ασθενειών, αυτών  που ονομάζονται πλέον μη μεταδιδόμενα νοσήματα «Noncommunicable diseases» (NCDs). Την ίδια στιγμή όλο και περισσότερες μελέτες και ερευνητικά δεδομένα φτάνουν στο συμπέρασμα ότι οι διατροφικές μας επιλογές και ο τρόπος που τρώμε αλλά και οι μέθοδοι με τις οποίες παράγουμε τα τρόφιμα μας επηρεάζουν και επηρεάζονται από την κοινωνία και το περιβάλλον μας.

Έτσι, όλο και περισσότερο γίνεται απαραίτητη η διαμόρφωση μίας πιο βιώσιμης δίαιτας που να καλύπτει τις ανάγκες μας αλλά να είναι πιο φιλική για το περιβάλλον και να προκαλεί μικρότερες και λιγότερο επιβαρυντικές επιπτώσεις σε αυτό. Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης γίνεται συχνά σύγκριση μεταξύ της πιο ζωικής και της πιο φυτικής διατροφής σχετικά με τη συμβολή τους στο περιβαλλοντικό κόστος και σε αυτό που λέμε ενεργειακό αποτύπωμα. Την ίδια στιγμή υπογραμμίζεται η σημασία του τρόπου καλλιέργειας, επεξεργασίας και μεταφοράς των τροφίμων ως σημαντικός παράγοντας για ακριβώς αυτό το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) ο όρος βιωσιμότητα αναφέρεται στις συνθήκες που υποστηρίζουν τον άνθρωπο και τη φύση, στο σήμερα αλλά και στο μέλλον, ενώ όσο αφορά τη διατροφή μας μία βιώσιμη διατροφή είναι αυτή που διασφαλίζει ότι η διατροφή της γενιάς μας δε θα υποβαθμίσει τους περιβαλλοντικούς πόρους που απαιτούνται για τη διατροφή του αύριο.  Με βάση τον FAO (Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας) του ΟΗΕ «οι βιώσιμες δίαιτες προστατεύουν και σέβονται τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, είναι πολιτιστικά αποδεκτές, προσβάσιμες, οικονομικά δίκαιες και προσιτές, διατροφικά επαρκείς, ασφαλείς και υγιεινές, βελτιστοποιώντας παράλληλα τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους». Για να θεωρηθεί μια δίαιτα ως «βιώσιμη» πρέπει να προκύπτει και να συνδέεται με την πιο ορθολογιστική χρήση πόρων όπως το νερό, η γη και τα λιπάσματα και την ίδια στιγμή να παράγει λιγότερα αέρια θερμοκηπίου (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, υποξείδιο του αζώτου κ.ά) τα οποία συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμός στην κλιματική αλλαγή.

Στην αναζήτηση του προτύπου διατροφής που θα μπορούσε να συμβάλει περισσότερο στη βιωσιμότητα φαίνεται ότι η Μεσογειακή Διατροφή είναι ένα από τα καλύτερα πρότυπα για το περιβάλλον, ενώ η περιβαλλοντική βιωσιμότητα σχετίζεται άμεσα με τα πιο υγιεινά διατροφικά πρότυπα, όπως το παραδοσιακό μεσογειακό. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη κατανάλωση φυτικών τροφίμων (λαχανικών και φρούτων και ελαιολάδου), και ταυτόχρονα μικρότερη κατανάλωση ενεργειακών και φυσικών πόρων και εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, σε σύγκριση με το κυρίαρχο πια σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο δυτικού τύπου διατροφικό σχήμα. Έχει διαπιστωθεί ότι η Μεσογειακή Διατροφή συνεπάγεται με χαμηλότερες απαιτήσεις στο έδαφος, και σε υδάτινους και ενεργειακούς πόρους, σε σχέση με το δυτικό διατροφικό πρότυπο.

Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που καθιστούν τη μεσογειακή διατροφή μία βιώσιμη διατροφή;

  1. Η εξοικονόμηση νερού: Στοιχεία δείχνουν ότι χρειάζονται πάνω από 10 γαλόνια νερού για να παραχθεί μια θερμίδα βόειου κρέατος, αλλά μόνο ένα γαλόνι για να παραχθεί μια θερμίδα από δημητριακά ολικής αλέσεως, τα φρούτα απαιτούν τρία γαλόνια και τα λαχανικά δύο, και τέλος τα ζυμαρικά, που είναι ένα βασικό συστατικό της Μεσογειακής Διατροφής, είναι μια ιδιαίτερα έξυπνη οικολογική και θρεπτική επιλογή.
  2. Η διατήρηση της καλλιεργήσιμης γης: Παγκοσμίως, το 75% της γεωργικής γης χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωικών προϊόντων, τα οποία καλύπτουν μόνο το 17% των θερμίδων μας. Αν και δεν είναι όλα κατάλληλα για καλλιέργειες, η μετατροπή μιας έκτασης για την καλλιέργεια των δημητριακών ολικής αλέσεως, λαχανικών, φρούτων, οσπρίων, ξηρών καρπών και σπόρων που αποτελούν τη βάσης της Μεσογειακής Διατροφής, θα ήταν μια πιο αποτελεσματική και λιγότερο επιβαρυντική χρήση της περιορισμένης συνολικά καλλιεργήσιμης γης.
  3. Περιορισμός της χρήσης λιπασμάτων: Τα όσπρια — οι βρώσιμοι σπόροι οσπρίων, όπως τα ρεβίθια — απορροφούν άζωτο από τον αέρα μέσω του εδάφους, μειώνοντας την ανάγκη για λίπασμα. Το άζωτο επιστρέφει στο έδαφος, διατηρώντας το πιο γόνιμο για την επόμενη καλλιέργεια – μια διαδικασία που ονομάζεται «αποδέσμευση αζώτου». Έτσι, τα όσπρια όχι μόνο αναπτύσσονται με βιώσιμο τρόπο, αλλά μειώνουν επίσης την ποσότητα των πόρων που απαιτούνται για άλλα βασικά προϊόντα της Μεσογειακής Διατροφής, όπως τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα φρούτα και τα λαχανικά. Επίσης, το δένδρο της ελιάς, απορροφά περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από όσο παράγει, και για τον λόγο η ελιά έχει ιδιαίτερη σημασία για το περιβάλλον.
  4. Μειωμένη απόσταση-μικρότερο αποτύπωμα: τα βασικά προϊόντα της μεσογειακής διατροφής καταναλώνονται γεωγραφικά κοντά στον τόπο παραγωγής τους, με αποτέλεσμα το πολυπόθητο μικρότερο ενεργειακό αποτύπωμα μεταφοράς, τη βιοποικιλότητα αλλά και την απασχόληση του ανθρώπινου δυναμικού της συγκεκριμένης περιοχής παραγωγής των τροφίμων.
  5. Η μείωση της κατανάλωσης κρέατος: Η Εθνική Επιτροπή Διατροφικής Πολιτικής του υπουργείου Υγείας επισημαίνει πολλά χρόνια τώρα τη σημασία της ανάγκης για μείωση της κατανάλωσης κρέατος, με ταυτόχρονη αύξηση της κατανάλωσης ψαριών, οσπρίων και λαχανικών. Η μειωμένη κατανάλωση κρέατος θα έχει θετικές συνέπειες τόσο για την υγεία όσο και την οικονομία και την προσπάθεια για πιο βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό συμβαίνει γιατί η εκτροφή των ζώων παράγει μεγάλες ποσότητες «αερίων του θερμοκηπίου» (ιδίως μεθανίου) και χρησιμοποιεί πολύ μεγάλες ποσότητες νερού, επιτείνοντας έτσι το πρόβλημα της λειψυδρίας.

Το Μεσογειακό Διατροφικό Πρότυπο θεωρείται πλέον ιδανικό ως προς το περιβαλλοντικό αντίκτυπο,  ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μία ισορροπημένη, υγιεινή και βιώσιμη δίαιτα. Γι αυτό το λόγο πρέπει να προσπαθήσουμε, ατομικά αλλά και μέσα από κυβερνητικές προτάσεις και πρωτοβουλίες να επικρατήσει και πάλι στη πλειοψηφία των κατοίκων των Μεσογειακών χωρών. Η επιστροφή και καθιέρωση της παραδοσιακής Μεσογειακής Διατροφής, όπως όμως την ακολουθούσαμε τη δεκαετία του 1960, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, δίνοντας έμφαση στις φυτικές τροφές και στα τοπικά προϊόντα και αντικαθιστώντας διατροφικές συνήθειες που συμβάλλουν αρνητικά στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.