Για δεκαετίες η διατροφή των Ελλήνων άλλαζε μέσα από την οικονομική άνεση και τον σύγχρονο τρόπο ζωής από το παραδοσιακό μοντέλο της Μεσογειακής Διατροφής πρός ένα πιο δυτικό τρόπο διατροφής, επηρεασμένο σε μεγάλο βαθμό από τις διαιτητικές συνήθειες των ΗΠΑ.
Τα κλασσικά υλικά, οι πρώτες ύλες όπως τα όσπρια και τα λαχανικά υπερκαλύφτηκαν από τα χάμπουργκερ, τις τυρόπιτες και τα έτοιμα γεύματα, ενώ για πολλές οικογένειες το μαγείρεμα στο σπίτι αποτελούσε την εξαίρεση.
Τα τελευταία πάλι δύο χρόνια η διατροφή μας αλλάζει και πάλι, αυτή τη φορά λόγω της οικονομικής κρίσης. Σκεφτόμαστε περισσότερο αν και πόσο θα ξοδέψουμε για τη διατροφή μας, επιλέγουμε μετά από περισσότερη έρευνα ίσως πολλές φορές με κριτήριο μόνο την τιμή και όχι την ποιότητα αλλά ταυτόχρονα ξαναγυρνάμε στο σπιτικό φαγητό.
Έτσι, το πρόχειρο φαγητό, κλασσική επιλογή για πολλούς, κυρίως στα αστικά κέντρα, λιγοστεύει και αρχίζουμε να τρώμε συχνότερα στο σπίτι και περισσότερο παραδοσιακά. Η κρίση έχει αρχίσει λοιπόν να αλλάζει τις διατροφικές μας συνήθειες. Υπάρχουν αλλαγές προς το καλύτερο, αφού ξαναγυρνάμε και τρώμε περισσότερα όσπρια, γαλακτοκομικά και λαχανικά, και λιγότερα τηγανητά και πρόχειρα φαγητά, ενώ η κατανάλωση κρέατος που για δεκαετίες αυξάνονταν με εκθετικούς ρυθμούς, φτάνοντας ακόμα και στην καθημερινή συχνότητα, περιορίζεται λόγω κόστους. Επίσης το «ταπεράκι» με το σπιτικό φαγητό απενοχοποιείται και γίνεται καθημερινή ανάγκη-συνήθεια για τους εργαζόμενους με δύσκολα ωράρια, αφού έτσι εξοικονομούνται πολλά χρήματα.
Τέλος, ακόμα και για τα παιδιά το σπιτικό σάντουιτς με τα υλικά που επιλέγει η μητέρα αντικαθιστά την τυρόπιτα και το έτοιμο σάντουιτς του κυλικείου. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία πάνω από 65% δηλώνουν πως έχουν αλλάξει συνήθειες, ενώ ένας στους τέσσερις επιλέγουν ή αναγκάζονται να τρώνε αποκλειστικά στο σπίτι και μόνο 37,6% τρώνε μόνο ένα γεύμα την εβδομάδα εκτός σπιτιού.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν φανερά την επίπτωση της κρίσης στις διατροφικές συνήθειες. Βέβαια, την ίδια στιγμή το χαμηλό οικογενεικό εισόδημα ωθεί συχνά στα προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας αλλά και τιμής, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες επιλογές. Έτσι, αλλαντικά και τυριά υψηλά σε λιπαρά, προϊόντα όπως έτοιμα κέϊκ, κρουασάν, παγωτά με φοινικέλαια και μπισκότα που είναι πλούσια σε ζάχαρη και λιπαρά καθώς και τυποποιημένα φαγητά του σουπερμάρκετ μπορεί να αποτελέσουν την εύκολη επιλογή, όταν το κόστος καθορίζει το τι θα ψωνίσουμε.
Το ψάρι υπάρχει λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα ενώ θα έπρεπε να το τρώμε τουλάχιστον δύο φορές, ενώ οι αυξημένες τιμές ακόμα και στα φρούτα και στα λαχανικά συμβάλλουν στο να μην καταφέρνουμε την οδηγία για 5 μικρομερίδες φρούτων και λαχανικών καθημερινά. Τέλος, είτε λόγω έντονου τρόπου ζωής είτε λόγω συνήθειας κάνουμε 2,5 γεύματα την ημέρα – και όχι τα 3 κύρια γεύματα και τα 2 σνακ που καθημερινά απαιτούνται για να τροφοδοτείται ο οργανισμός με όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται και να έχουμε την απαιτούμενη ενέργεια για να αντεπεξέλθουμε στις δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες ζωής σήμερα.