του Χάρη Δημοσθενόπουλου MΜedSci. SRD
Κλινικού Διαιτολόγου-Βιολόγου
Προϊσταμένου του Διαιτολογικού Τμήματος Γ.Ν.Α “Λαϊκό”
Επιστημονικού συνεργάτη ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Είναι γεγονός πως η παχυσαρκία είναι σε μεγάλο βαθμό γονιδιακό πρόβλημα, αφού είναι γνωστό πλέον πως υπάρχουν γονίδια που σχετίζονται με την εμφάνιση της, ενώ συχνά σχετίζεται και με ορμονικές διαταραχές. Οι περιπτώσεις όμως όπου η παχυσαρκία συνδέεται αποκλειστικά με κάποιον από αυτούς τους δύο παράγοντες είναι στατιστικά πολύ περιορισμένες. Αντίθετα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων παράγοντες όπως διατροφή, άσκηση, τρόπος ζωής, ψυχολογία φαίνεται να αποτελούν το βασικό αίτιο για την εμφάνιση της παχυσαρκίας σε μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων.
Το “συναισθηματικό φαγητό” είναι σύμφωνα με πολλές μελέτες, αλλά και σύμφωνα με την καθημερινή παρατήρηση στη διαιτολογική πράξη, ίσως η πιο συνήθης αιτία, τόσο για την εκδήλωση υπερφαγίας και την εμφάνιση παχυσαρκίας, όσο και για την αποτυχημένη αντιμετώπιση του προβλήματος. Όταν αναφερόμαστε σε συναισθηματική λήψη φαγητού, εννοούμε τη λήψη φαγητού που γίνεται όλες τις ώρες της ημέρας, και κυρίως από το μεσημεριανό γεύμα και μετά, με αποκορύφωμα τις βραδινές ώρες. Το φαγητό αυτό δε σχετίζεται, αλλά ούτε και καλύπτει τη βιολογική ανάγκη του οργανισμού για λήψη τροφής και την κάλυψη της βιολογικής πείνας. Είναι η έντονη μανία που μας «πιάσει» και μας κάνει να αναζητούμε κάποιο φαγητό όπως π.χ. ένα γλυκό ή κάτι πολύ αλμυρό, τη στιγμή που όμως δεν πεινάμε.
Έτσι, ενώ για πολλά χρόνια η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας γίνονταν κυρίως μέσω του υπολογισμού και του περιορισμού των θερμίδων ή μέσω της διαμόρφωσης μιας καλύτερης αναλογίας ανάμεσα στο λίπος, τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες της συνολικής, ημερήσιας διατροφής, τα τελευταία χρόνια έχει φανεί πως η συμπεριφοριστική προσέγγιση αποτελεί, για τις περισσότερες περιπτώσεις τον πιο ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης του μεγάλου και σοβαρού προβλήματος της παχυσαρκίας. Έχει φανεί λοιπόν, πως η αντιμετώπιση της υπερφαγίας και της αύξησης του σωματικού βάρους μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, όταν παράλληλα με την αμιγώς διαιτολογική παρακολούθηση, υπάρχει και μια πιο ψυχολογική προσέγγιση, τόσο από το διαιτολόγο ή ακόμα και από εξειδικευμένο ψυχοθεραπευτή. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί τη χρήση ειδικών τεχνικών όπως: η καταγραφή, σε ημερήσια βάση, τόσο της διατροφής, όσο και της άσκησης-δραστηριότητας, η καταγραφή ακραίων συναισθημάτων όπως θυμός, απογοήτευση, στεναχώρια σε συνδυασμό με τις όποιες διαιτητικές επιλογές, η καταγραφή των ωρών ύπνου, η χρήση χαλαρωτικών τεχνικών ώστε να αποφορτίζουν το σώμα μας από την όποια συναισθηματική φόρτιση και άλλες.
Ο εγκέφαλος μας και ολόκληρο το σώμα μας έχει στην πλειοψηφία των ανθρώπων όλους εκείνους τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς που μας βοηθούν να πεινούμε, όταν χρειαζόμαστε ενέργεια μέσα από την τροφή, και να χορταίνουμε όταν πάρουμε την απαιτούμενη ενέργεια, σε συνδυασμό με όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Έτσι στην βρεφική ηλικία τρώμε μόνο όταν πεινάμε, ενώ σταματούμε όταν η πρόσληψη της όποιας τροφής οδηγήσει σε ικανοποίηση και κορεσμό. Κανονικά λοιπόν η κατανάλωση και η ανάγκη για λήψη τροφής είναι ρυθμιζόμενη ενδογενώς.
Δυστυχώς όμως από ένα χρονικό σημείο και μετά σταματούμε να λειτουργούμε έτσι και η κατανάλωση φαγητού αρχίζει να συσχετίζεται ή ακόμα και να καθορίζεται από τα συναισθήματα του ανθρώπου. Αρχίζουμε δηλαδή να «χρησιμοποιούμε» το φαγητό ως διέξοδο, λύση, αποφόρτιση ή και “σύντροφο” στις δύσκολες στιγμές μας. Αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, η νευρικότητα, η απογοήτευση, η απόρριψη, η αποτυχία, η στεναχώρια, η ανία ή ο θυμός και η οργή και σπανιότερα η χαρά (ή άλλα θετικά συναισθήματα) μας κάνουν να νιώσουμε καλύτερα και να «ξεχάσουμε» για πολύ λίγο την όποια αιτία και αφορμή γέννησαν αυτά τα συναισθήματα. Γλυκά, προϊόντα ζύμης, τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες όπως ψωμί και ζυμαρικά, ξηροί καρποί και αλατισμένα σνακ τύπου πατατάκια και γαριδάκια φαίνεται να είναι οι πιο δημοφιλείς επιλογές σε καταστάσεις έντασης.
Είναι δηλαδή αυτό που χαρακτηρίσαμε ως συναισθηματικό φαγητό ή κατανάλωση φαγητού συσχετιζόμενη με συναισθήματα και το οποίο αποτελεί μια βασική διαταραχή διατροφικής συμπεριφοράς στον ανεπτυγμένο κόσμο, που σχετίζεται με τη διαταραχή βάρους.
Δημιουργείται έτσι μια εντελώς λανθασμένη σχέση της τροφής και του φαγητού, η οποία είναι αμφίνδρομη. Αρχίζουμε λοιπόν να επιλέγουμε το τι θα φάμε, λόγω των συναισθημάτων μας, αλλά την ίδια στιγμή το τι τρώμε επιδρά στο πώς αισθανόμαστε, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Τρώμε γιατί αισθανόμαστε άσχημα, αλλά ταυτόχρονα μετά την πρόσκαιρη ευχαρίστηση μας προσδίδει η λήψη τροφής, κυρίως από λιπαρές και πλούσιες σε ζάχαρη τροφές, βυθιζόμαστε ακόμα περισσότερο σε ένα μίγμα τύψεων, χαμηλής αυτοεκτίμησης και στεναχώριας.
Όταν λοιπόν ο κλινικός διαιτολόγος συνειδητοποιήσει, μέσα από τη λήψη ενός λεπτομερούς διαιτολογικού ιστορικού, την αιτία της παχυσαρκίας και αποφανθεί πως αυτή οφείλεται στη διαταραγμένη σχέση του φαγητού με τη συναισθηματική τους κατάσταση, και τον τρόπο με τον οποίο την διαχειρίζονται, πρέπει μόνος ή ακόμα καλύτερα με τη συνδρομή και συνεργασία ενός ειδικού ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή να προσεγγίζει κατάλληλα τον ενδιαφερόμενο.
Σήμερα, υπάρχει πλέον μεγάλος αριθμός μελετών και κλινικών ερευνών που δείχνουν ότι η υγιεινή διατροφή ή πιο συγκεκριμένα ένα μοντέλο διατροφής όπως είναι η Μεσογειακή Δίαιτα, και τα συστατικά της (ελαιόλαδο, φρούτα πλούσια σε αντιοξειδωτικά, τα λιπαρά ψάρια που αποτελούν πηγές ωμέγα-3 λιπαρών οξέων) μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην θεραπεία ψυχολογικών διαταραχών και καταστάσεων όπως είναι για παράδειγμα η κατάθλιψη. Ταυτόχρονα, μελέτες έχουν δείξει πως η συχνή κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, όπως αυτά που συχνά καταναλώνουμε στη δυτικού τύπου δίαιτα που έχουμε διαμορφώσει τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης. Είναι λοιπόν φανερό πως η σωστή διατροφή, η εκπαίδευση πάνω σε θέματα υγιεινής διατροφής και η αποφυγή λανθασμένων διατροφικών επιλογών μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική και αποτελεσματική βοήθεια στη, ολιστική διαιτητική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.