/
3,077 Views0

του Χάρη Δημοσθενόπουλου MΜedSci. SRD
Κλινικού Διαιτολόγου-Βιολόγου
Επιστημονικού συνεργάτη ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Aμπελόκηποι-Κηφισίας 99

Είναι γνωστό πως η παχυσαρκία, σε μεγάλο βαθμό αποτελεί γονιδιακό πρόβλημα, δεδομένου ότι μια σειρά από γονίδια σχετίζονται με την εμφάνιση της, ενώ συχνά αυτή σχετίζεται και με ορμονικές διαταραχές. Οι περιπτώσεις όμως όπου η παχυσαρκία συνδέεται αποκλειστικά με κάποιον από αυτούς τους δύο παράγοντες είναι στατιστικά πολύ περιορισμένες και δε σχετίζεται με την επιδημική έξαρση της παχυσαρκίας.

Η παχυσαρκία, σε συνδυασμό με το Σακχαρώδη Διαβήτη, αποτελεί την πιο διαδεδομένη νόσο στις αναπτυγμένες κοινωνίες, δεδομένου ότι το 1/3 των κατοίκων των HΠA και του Καναδά και πάνω από το 1/4 των Ευρωπαίων είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι το 5 έως 10% του πληθυσμού παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 250 εκατομμύρια άτομα, πάσχει από παχυσαρκία, ενώ μόνο στις ΗΠΑ το 30% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 74 χρόνων είναι παχύσαρκοι (40 χρόνια πριν ήταν μόλις το 13%) με προοπτική σε περίπου 20 χρόνια 1 στους 2 Αμερικανούς να είναι παχύσαρκος. Αντίστοιχα και στην Ευρώπη, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν την επιδημική τάση της παχυσαρκίας, με χώρες όπως η Αγγλία, όπου το 8% της παχυσαρκίας κατά το 1980 διπλασιάστηκε σε 16% μέχρι το 1995. Στην πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων το βασικό αίτιο για την εμφάνιση της παχυσαρκίας σε μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων αποτελούν παράγοντες όπως διατροφή, άσκηση, τρόπος ζωής, ψυχολογία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση του ενδιαφέροντος και της έρευνας σε αυτό που ονομάζεται γνωστική και συμπεριφορική θεραπεία της παχυσαρκίας, βάσει δεδομένων που δείχνουν τη στενή σχέση που έχουν αυτά τα δύο.

Οι συμπεριφορικοί και ψυχολογικοί παράγοντες αποτελούν συχνά αντίδραση του οργανισμού στην πείνα και στην αποφυγή λήψης φαγητού, αλλά την ίδια στιγμή επειδή οδηγούν σε υπερφαγία καταλήγουν στην εκδήλωση ή έξαρση συναισθημάτων όπως το άγχος, η ντροπή και η κακή σχέση με το σώμα μας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτός ο κύκλος συναισθημάτων και αντιδράσεων αποτελεί ένα από τους βασικότερους παράγοντες, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, της αύξησης της παχυσαρκίας μέσω του λεγόμενου συναισθηματικού φαγητού. Για αυτό το λόγο τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια η τροποποίηση διατροφικής συμπεριφοράς αποτέλεσε βασικό στοιχείο της θεραπευτικής προσέγγισης στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Το “συναισθηματικό φαγητό” είναι σύμφωνα με πολλές μελέτες, αλλά και σύμφωνα με την καθημερινή παρατήρηση στη διαιτολογική πράξη, ίσως η πιο συνήθης αιτία, τόσο για την εκδήλωση υπερφαγίας και την εμφάνιση παχυσαρκίας, όσο και για την αποτυχημένη αντιμετώπιση του προβλήματος. Όταν αναφερόμαστε σε συναισθηματική λήψη φαγητού, εννοούμε τη λήψη φαγητού που γίνεται όλες τις ώρες της ημέρας, και κυρίως από το μεσημεριανό γεύμα και μετά, με αποκορύφωμα τις βραδινές ώρες. Το φαγητό αυτό δε σχετίζεται, αλλά ούτε και καλύπτει τη βιολογική ανάγκη του οργανισμού για λήψη τροφής και την κάλυψη της βιολογικής πείνας. Είναι η έντονη μανία που μας «πιάσει» και μας κάνει να αναζητούμε κάποιο φαγητό όπως πχ. ένα γλυκό ή κάτι πολύ αλμυρό, τη στιγμή που όμως δεν πεινάμε.

Έτσι, ενώ για πολλά χρόνια η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας γίνονταν κυρίως μέσω του υπολογισμού και του περιορισμού των θερμίδων ή μέσω της διαμόρφωσης μιας καλύτερης αναλογίας ανάμεσα στο λίπος, τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες της συνολικής, ημερήσιας διατροφής, τα τελευταία χρόνια έχει φανεί πως η συμπεριφοριστική προσέγγιση αποτελεί, για τις περισσότερες περιπτώσεις τον πιο ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης του μεγάλου και σοβαρού προβλήματος της παχυσαρκίας.

Όσο αφορά την ολιστική διαιτολογική αντιμετώπιση, από κλινικό διαιτολόγου, του προβλήματος υγείας-νόσου που ονομάζεται παχυσαρκία έχει φανεί πως η αντιμετώπιση τόσο της υπερφαγίας, όσο και της αύξησης του σωματικού βάρους μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, όταν παράλληλα με την αμιγώς διαιτολογική παρακολούθηση, υπάρχει και μια πιο ψυχολογική προσέγγιση, τόσο από τον ίδιο το διαιτολόγο, όταν αυτός έχει ειδικευτεί στις τεχνικές συμπεριφορικής θεραπείας, όσο και από εξειδικευμένο ψυχοθεραπευτή.

Η προσέγγιση αυτή απαιτεί τη χρήση ειδικών τεχνικών όπως: η καταγραφή, σε ημερήσια βάση, τόσο της διατροφής, όσο και της άσκησης-δραστηριότητας, η καταγραφή ακραίων συναισθημάτων όπως θυμός, απογοήτευση, στεναχώρια σε συνδυασμό με τις όποιες διαιτητικές επιλογές, η καταγραφή των ωρών ύπνου, η χρήση χαλαρωτικών τεχνικών ώστε να αποφορτίζουν το σώμα μας από την όποια συναισθηματική φόρτιση και άλλες.

Ο εγκέφαλος μας και ολόκληρο το σώμα μας έχει στην πλειοψηφία των ανθρώπων όλους εκείνους τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς που μας βοηθούν να πεινούμε, όταν χρειαζόμαστε ενέργεια μέσα από την τροφή, και να χορταίνουμε όταν πάρουμε την απαιτούμενη ενέργεια, σε συνδυασμό με όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Έτσι στην βρεφική ηλικία τρώμε μόνο όταν πεινάμε, ενώ σταματούμε όταν η πρόσληψη της όποιας τροφής οδηγήσει σε ικανοποίηση και κορεσμό. Κανονικά λοιπόν η κατανάλωση και η ανάγκη για λήψη τροφής είναι ρυθμιζόμενη ενδογενώς.

Δυστυχώς όμως από ένα χρονικό σημείο και μετά σταματούμε να λειτουργούμε έτσι και η κατανάλωση φαγητού αρχίζει να συσχετίζεται ή ακόμα και να καθορίζεται από τα συναισθήματα του ανθρώπου. Αρχίζουμε δηλαδή να «χρησιμοποιούμε» το φαγητό ως διέξοδο, λύση, αποφόρτιση ή και “σύντροφο” στις δύσκολες στιγμές μας. Αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, η νευρικότητα, η απογοήτευση, η απόρριψη, η αποτυχία, η στεναχώρια, η ανία ή ο θυμός και η οργή και σπανιότερα η χαρά (ή άλλα θετικά συναισθήματα) μας κάνουν να νιώσουμε καλύτερα και να «ξεχάσουμε» για πολύ λίγο την όποια αιτία και αφορμή γέννησαν αυτά τα συναισθήματα. Γλυκά, προϊόντα ζύμης, τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες όπως ψωμί και ζυμαρικά, ξηροί καρποί και αλατισμένα σνακ τύπου πατατάκια και γαριδάκια φαίνεται να είναι οι πιο δημοφιλείς επιλογές σε καταστάσεις έντασης.

Είναι δηλαδή αυτό που χαρακτηρίσαμε ως συναισθηματικό φαγητό ή κατανάλωση φαγητού συσχετιζόμενη με συναισθήματα και το οποίο αποτελεί μια βασική διαταραχή διατροφικής συμπεριφοράς στον ανεπτυγμένο κόσμο, που σχετίζεται με τη διαταραχή βάρους. Δημιουργείται έτσι μια εντελώς λανθασμένη σχέση της τροφής και του φαγητού, η οποία είναι αμφίδρομη. Αρχίζουμε λοιπόν να επιλέγουμε το τι θα φάμε, λόγω των συναισθημάτων μας, αλλά την ίδια στιγμή το τι τρώμε επιδρά στο πώς αισθανόμαστε, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Τρώμε γιατί αισθανόμαστε άσχημα, αλλά ταυτόχρονα μετά την πρόσκαιρη ευχαρίστηση μας προσδίδει η λήψη τροφής, κυρίως από λιπαρές και πλούσιες σε ζάχαρη τροφές, βυθιζόμαστε ακόμα περισσότερο σε ένα μείγμα τύψεων, χαμηλής αυτοεκτίμησης και απόρριψης, που όλα αυτά οδηγούν συχνά σε διάθεση «αυτοκαταστροφής» μέσα από την υπερφαγία και την αύξηση του βάρους.

Όταν λοιπόν ο κλινικός διαιτολόγος συνειδητοποιήσει, μέσα από τη λήψη ενός λεπτομερούς διαιτολογικού ιστορικού, την αιτία της παχυσαρκίας και αποφανθεί πως αυτή οφείλεται στη διαταραγμένη σχέση του φαγητού με τη συναισθηματική τους κατάσταση, και τον τρόπο με τον οποίο την διαχειρίζονται, πρέπει μόνος ή ακόμα καλύτερα με τη συνδρομή και συνεργασία ενός ειδικού ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή να προσεγγίζει κατάλληλα τον ενδιαφερόμενο. Σήμερα, υπάρχει πλέον μεγάλος αριθμός μελετών και κλινικών ερευνών που δείχνουν ότι η υγιεινή διατροφή ή πιο συγκεκριμένα ένα μοντέλο διατροφής όπως είναι η Μεσογειακή Δίαιτα, και τα συστατικά της (ελαιόλαδο, φρούτα πλούσια σε αντιοξειδωτικά, τα λιπαρά ψάρια που αποτελούν πηγές ωμέγα-3 λιπαρών οξέων) μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην θεραπεία ψυχολογικών διαταραχών και καταστάσεων όπως είναι για παράδειγμα η κατάθλιψη.

Ταυτόχρονα, μελέτες έχουν δείξει πως η συχνή κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, όπως αυτά που συχνά καταναλώνουμε στη δυτικού τύπου δίαιτα που έχουμε διαμορφώσει τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης. Είναι λοιπόν φανερό πως η σωστή διατροφή, η εκπαίδευση πάνω σε θέματα υγιεινής διατροφής και η αποφυγή λανθασμένων διατροφικών επιλογών μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική και αποτελεσματική βοήθεια στη, ολιστική διαιτητική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Η συμπεριφοριστική θεραπεία, σύμφωνα με στοιχεία από το National Institutes of Health, που δημοσιεύονται στο «The Evidence Report» το 1998, όταν συνδυάζεται με άλλες προσεγγίσεις απώλειας βάρους παρέχει επιπλέον οφέλη στο να βοηθήσει τους ασθενείς να χάσουν βάρους σε σύντομο χρονικό διάστημα (1 έτος). Είναι σημαντικό βέβαια η προσέγγιση να γίνεται συστηματικά, καλύπτοντας κάθε φορά διαφορετική ενότητα, ώστε να υπάρχει η καλύτερη αποτελεσματικότητα στο κομμάτι της αλλαγής διατροφικής συμπεριφοράς.

Το έντονο στρες, αλλά και άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες είναι καθοριστικοί, όχι μόνο στο να οδηγήσουν στην αύξηση του βάρους και στη διαταραχή της διατροφικής συμπεριφοράς, αλλά και στην ασυνέπεια στην παρακολούθηση ενός προγράμματος παρέμβασης, για αυτό και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα και επαγγελματική προσέγγιση.

Πιο συγκεκριμένα το στρες αποτελεί σύμφωνα με σχετική έρευνα τη βασική αιτία που τα άτομα με διαταραχή βάρους εγκαταλείπουν τα προγράμματα απώλειας βάρους.

Η συμπεριφοριστική παρέμβαση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο , που αποσκοπεί στο να «εκπαιδεύσει» και να καθιερώσει υγιεινές συνήθειες ζωής που θα βοηθήσουν στην απώλεια βάρους, αλλά επίσης στη διατήρηση του κατακτηθέντος σωματικού βάρους αργότερα.

Για να βελτιωθούν τα αποτελέσματα των προγραμμάτων συμπεριφοριστικής παρέμβασης ο ειδικός θεραπευτής πρέπει να λαμβάνει υπόψιν ότι:

  1. πρέπει διαρκώς να αναζητά και να επικαλείται τα κίνητρα που οδηγούν το κάθε άτομο στην απώλεια βάρους
  2. να παρεμβαίνει όσο μπορεί στο συναισθηματικό φαγητό και στη λήψη φαγητού υπό καθεστώς στρες και άγχους
  3. να προτείνει ιδέες και τρόπους ώστε να κινητοποιεί το άτομο και να μειώνει το φαγητό που συνοδεύει την ανία, την πλήξη και την απουσία δραστηριοτήτων που θα γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο
  4. να βοηθάει το άτομο να βλέπει το «άσπρο», και όχι το «μαύρο» στην προσπάθεια του.

Από τις μεθόδους συμπεριφοριστικής παρέμβασης που τα τελευταία χρόνια αποκτούν έδαφος και αποδοχή είναι η συστηματική καταγραφή σε καθημερινό ημερολόγιο πρόσληψης (ποσοτική αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης), ίσως και κατά περίπτωση με παράλληλη καταγραφή συναισθημάτων και προσωπική αξιολόγηση της διατροφικής συμπεριφοράς. Η μέθοδος αυτή είναι απλή στην εφαρμογή της και επιτυγχάνει τον τακτικό αυτοέλεγχο της λήψης τροφής καθώς και την πιο ολοκληρωμένη λήψη πληροφοριών από το διαιτολόγο που παρακολουθεί τον ενδιαφερόμενο. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ζητηθεί από τους ασθενείς να καταγράφουν την προσλαμβανόμενη τροφή και να επιδιώκουν να παρακολουθούν ομαδικά προγράμματα παρέμβασης, μια και όπως φαίνεται παρακάτω έχουν τότε καλύτερα αποτελέσματα, όσο αφορά την απώλεια του βάρους. Επίσης η εβδομαδιαία συχνότητα παρακολούθησης φαίνεται ότι έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από την πιο αραιή χρονικά συχνότητα.

Μια ολοκληρωμένη παρέμβαση, που εκτός από αλλαγές στη διατροφή και αύξηση της κάθε μορφής σωματικής δραστηριότητας, εμπεριέχει και τη συμπεριφορική παρέμβαση και θεραπεία, που περιλαμβάνει 1) συνεντεύξεις κινητοποίησης, 2) καθορισμό πρωτευόντων και διαδοχικών στόχων, 3) ανασκόπηση των αιτίων για την αύξηση του βάρους 4) ανταμοιβή και επιβράβευση όταν επιτυγχάνεται κάθε ενδιάμεσος στόχος, 5) έλεγχο ερεθισμάτων, 6) αξιολόγηση της ετοιμότητας του ατόμου για αλλαγές και άλλες αντίστοιχες μεθόδους διατροφικής συμβουλευτικής και γνωσιακής παρέμβασης, φαίνεται να είναι ο πιο ολοκληρωμένος τρόπος προσέγγισης για τη βελτίωση της γενικής κατάστασης του βάρους, αλλά και της συνολικής υγείας του ατόμου.

Βιβλιογραφία

  1. Bulik CM, Sullivan PF, Wade TD et al. Twin studies of eating disorders: a review. Int J Eat Disord. 2000; 27(1) :1-20
    Cooper Z, et al. Testing a new cognitive behavioural treatment for obesity: A randomized controlled trial with three-year follow-up. Behav Res Ther. 2010 Aug; 48 (8) :706-13.
    Cooper Z, Fairburn CG. A new cognitive behavioural approach to the treatment of obesity. Behav Res Ther. 2001 May; 39 (5) :499-511.
  2. Dolores Corbala´n M et al. Effectiveness of cognitive–behavioural therapy based on the Mediterranean diet for the treatment of obesity. Nutrition 2009, 25(7): 861-869
  3. Fairburn CG, Harisson PJ. Eating disorders. Lancet. 2003; 361 (9355) :407-16.
  4. Garaulet Μ., Pérez de Heredia P. Behavioural therapy in the treatment of obesity (II): role of the Mediterranean diet. Nutr. Hosp. 2010; 25 (1): 9-17.
  5. Hepp U, Milos G. Gender identity disorder and eating disorders. Int J Eat Disord. 2002; 32 (4) :473-8.
  6. Management of Obesity in Adults: European Clinical Practice Guidelines. Obesity Management Task Force of EASO Obesity Facts 2008; 1: 106-116
  7. Monteleone P, Brambilla F, Bortolloti F et al. Serotonergic dysfunction across the eating disorders: relationship to eating behaviour, purging behaviour, nutritional status and general psychopathology. Psychol Med. 2000;30(5):1099-110.
  8. Spear B, Barlow W, Ervin C et al. Recommendations for Treatment of Child and Adolescent Overweight and Obesity Pediatrics 2007; 120: S254-83.
  9. Wilborb C et al. Obesity: Prevalence, Theories, Medical Consequences, Management, and Research Directions. J Int Soc Sports Nutr. 2005; 2 (2) : 4–31