Τα τρόφιμα αυτά, μας εξηγεί ο κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος κ. Χάρης Δημοσθενόπουλος, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τις μειωμένες θερμίδες. Ετσι, στις μέρες μας σε κάθε διαιτολόγιο, αυτοσχέδιο ή σχεδιασμένο από διαιτολόγο, είναι πολύ πιθανό ότι θα βρούμε κάποιο γιαούρτι ή τυρί με λίγα λιπαρά, αναψυκτικό «diet» ή σύσταση για χρήση υποκατάστατου ζάχαρης.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, σε ένα προϊόν μπορεί να αναγραφεί η ένδειξη «light» ή «ελαφρύ», όταν η θερμιδική του αξία ανέρχεται στο 50% κατά ανώτερο όριο της θερμιδικής αξίας του αντίστοιχου προϊόντος (ενώ κατ’ εξαίρεση, σε προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής το όριο είναι 75%).
Αν και στην Ελλάδα ο χαρακτηρισμός «light» είναι ο πιο συνηθισμένος, στο εξωτερικό υπάρχουν διάφοροι άλλοι, όπως fat free, virtually fat free, reduced fat, low fat, sugar free, diet, που προσδιορίζουν ποιο θρεπτικό συστατικό (λίπος, ζάχαρη, αλκοόλ) έχει αφαιρεθεί ή μειωθεί από το προϊόν και σε ποιο βαθμό.
Αυτό βέβαια κάνει την επιλογή του καταναλωτή πιο δύσκολη και τον ίδιο ακόμα πιο μπερδεμένο και αναποφάσιστο.
Η κυριότερη κατηγορία των προϊόντων τύπου «light» είναι τα προϊόντα που είναι χαμηλά σε λίπος, όπως τα γαλακτοκομικά και τα παγωτά.
Σε αυτά ανήκουν τα ημιαποβουτυρωμένα γάλατα και γιαούρτια με 1-2% λιπαρά και τα πλήρως αποβουτυρωμένα ή άπαχα με 0% λιπαρά, καθώς και κάποια τυριά φτιαγμένα με ημιαποβουτυρωμένο γάλα.
Τα προϊόντα αυτά, σημειώνει ο κ. Δημοσθενόπουλος, επειδή έχουν υποστεί αποβουτύρωση και άρα μερική ή ολική αφαίρεση όχι μόνο του λίπους αλλά και μέρους των λιποδιαλυτών ουσιών τους, όπως λιποδιαλυτές βιταμίνες Α, Ε, D, Κ, πρέπει να καταναλώνονται μόνο από ενήλικες.
Ιδιαίτερα τα «0%» απευθύνονται σε περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλημα παχυσαρκίας ή πρόβλημα υπερλιπιδαιμίας. Μεγάλη προσοχή επίσης απαιτείται ιδιαίτερα στα παγωτά με επικάλυψη σοκολάτας, που αν και χαρακτηρίζονται ως «0%+0%», έχουν λιπαρά, κάτι που αναγράφεται με μικρά γράμματα στις συσκευασίες, και άρα δεν συνιστώνται σε υποθερμιδικό διαιτολόγιο.
Επειδή, όπως αναφέρθηκε, το «light» έχει 50% λιγότερες θερμίδες από το «κανονικό», αυτό κάνει αμέσως σαφές πως ο όρος light δεν είναι πάντα συνώνυμος του «διαιτητικού», αφού το ύψος των θερμίδων δεν είναι πάντα χαμηλό αλλά εξαρτάται από το θερμιδικό φορτίο του κανονικού προϊόντος.
Ετσι, μια μαγιονέζα ή κρέμα γάλακτος «light» δεν είναι διαιτητικό προϊόν, αφού, αν και έχει λιγότερα λιπαρά, είναι ένα προϊόν που συνεχίζει να παρέχει αρκετές θερμίδες και απαιτεί προσοχή στη χρήση του.
Παράλληλα με τα παραπάνω τρόφιμα, σε πολύ μικρή κλίμακα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, έχουμε παραγωγή προϊόντων με υποκατάστατα λίπους, πρωτεϊνικής ή υδατανθρακικής σύνθεσης, που είναι μη απορροφήσιμα και έχουν φυσικοχημικές και οργανοληπτικές ιδιότητες παρόμοιες με αυτές του λίπους (π.χ. η ουσία Olestra στην Αμερική). Για τα προϊόντα αυτά έχουν εκφραστεί κατά καιρούς διάφορες αμφιβολίες.
Η άλλη μεγάλη κατηγορία προϊόντων με χαμηλότερες θερμίδες είναι τα προϊόντα με περιορισμένη περιεκτικότητα σε σακχαρόζη (κοινή ζάχαρη) και γλυκόζη.
Για την αντικατάσταση των ουσιών αυτών χρησιμοποιούνται γλυκαντικές ουσίες, φυσικές ή τεχνητές, οι οποίες έχουν πολλαπλάσια γλυκαντική δράση από αυτή της ζάχαρης, αλλά πολύ περιορισμένη θερμιδική επίπτωση.
Συνθετικές ουσίες με ισχυρή γλυκαντική δράση που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι η ασπαρτάμη, η σακχαρίνη και το ακεσουλφαμικό Κ.
Η πιο διαδεδομένη ουσία είναι η ασπαρτάμη, την οποία θα βρούμε σε αναψυκτικά διαίτης, γιαούρτια, παγωτά, ζελέ και καραμέλες.
Εχει 200 φορές πιο γλυκιά γεύση από τη ζάχαρη και έχει πολύ χαμηλή θερμιδική δράση, λόγω της πρωτεϊνικής της φύσης (1 γραμμάριο δίνει γλυκύτητα ίση με την αντίστοιχη από 30 γραμμάρια ζάχαρης).
Η υπερκατανάλωσή της μπορεί να προκαλέσει κοιλιακές διαταραχές, τονίζει ο κ. Δημοσθενόπουλος.
Από την άλλη η σακχαρίνη, που είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, έχει κατά καιρούς κατηγορηθεί για επιπτώσεις στην υγεία μας και για αυτό έχει αποσυρθεί στις ΗΠΑ από τον FDA ως καρκινογόνος ουσία, ενώ κυκλοφορεί ακόμα σε τουλάχιστον 100 χώρες.
Το παράδοξο με την κατανάλωση των προϊόντων λάιτ είναι πως ενώ αυξήθηκε η κατανάλωσή τους την τελευταία εικοσαετία που κυκλοφορούν στην αγορά, την ίδια στιγμή το ποσοστό των υπέρβαρων ανθρώπων αυξήθηκε επίσης. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου πρωτοεμφανίστηκαν τα προϊόντα διαίτης, η αύξηση των υπέρβαρων είναι σημαντικότατη.
Αυτό αποδίδεται σε δύο κυρίως λόγους. Αρχικά βρέθηκε ότι όσοι καταναλώνουν προϊόντα τύπου «light» είτε αυξάνουν την κατανάλωση άλλων τροφίμων είτε υπερκαταναλώνουν τα ίδια αυτά προϊόντα, ενώ υπάρχει και μια κατηγορία που πιστεύει πως τα προϊόντα αυτά έτσι και αλλιώς αδυνατίζουν, ανεξάρτητα από την καταναλισκόμενη ποσότητα.
Τα προϊόντα αυτά είναι όντως σημαντικός σύμμαχος για τα άτομα που θέλουν να χάσουν βάρος, σημειώνει ο κ. Δημοσθενόπουλος, αρκεί αυτά να είναι ενήμερα για την περιεκτικότητά τους σε λίπος, ζάχαρη και θερμίδες και να είναι συνετά στη χρήση τους, ενώ βοηθούν σε περιπτώσεις ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη ή υψηλές τιμές λιπιδίων στο αίμα (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια).
Για να μπορέσει, όμως, κάποιος να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το δύσκολο πρόβλημα της παχυσαρκίας δεν πρέπει να τρώει μόνο τέτοια προϊόντα.
Θα πρέπει να τα εντάξει σε ένα γενικότερο υποθερμιδικό διατολόγιο, που να είναι κατάλληλα σχεδιασμένο και εξατομικευμένο για τις δικές του ανάγκες, το οποίο να περιλαμβάνει επίσης φυσικές τροφές, όπως φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης και το οποίο να συνδυάζεται με ικανοποιητική φυσική δραστηριότητα.