Παχυσαρκία: Ψυχοκοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις |
Τρίτη, 06 Σεπτέμβριος 2011 |
Η παχυσαρκία αποτελεί την πιο διαδεδομένη νόσο στις αναπτυγμένες κοινωνίες. Tο 1/3 των κατοίκων των HΠA και του Καναδά και πάνω από το 1/4 των Ευρωπαίων είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι το 5 έως 10% του πληθυσμού παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 250 εκατομμύρια άτομα, πάσχουν από παχυσαρκία, ενώ μόνο στις ΗΠΑ το 30% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 74 χρόνων είναι παχύσαρκοι (40 χρόνια πριν ήταν μόλις το 13%) με προοπτική σε περίπου 20 χρόνια 1 στους 2 Αμερικανούς να είναι παχύσαρκος.
Αντίστοιχα και στην Ευρώπη, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν την επιδημική τάση της παχυσαρκίας, με χώρες όπως η Αγγλία, όπου το 8% της παχυσαρκίας κατά το 1980 διπλασιάστηκε σε 16% μέχρι το 1995.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η κατανάλωση έτοιμου φαγητού, η υπεραφθονία των καταναλωτικών αγαθών, αλλά κυρίως των τροφίμων και των βιομηχανοποιημένων προϊόντων σίτισης, οδηγεί τον πληθυσμό στην υπερκατανάλωση θερμίδων και στην υπερφόρτωση των οργανισμού με θερμίδες, αλλά και με επικίνδυνες ουσίες και επιβαρυντικά συστατικά.
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και του υπερβάλλοντος βάρους-λίπους απαιτεί πολυπαραγοντική προσέγγιση και θεραπεία. Η διαιτητική, αλλά και η συμπεριφορική αντιμετώπιση είναι δύο πολύ σημαντικά βήματα, που μπορούν να εξασφαλίσουν την απώλεια, την πιο μακροχρόνια διατήρηση του υγιούς βάρους, καθώς και την αποφυγή των ανεπιθύμητων επιπλοκών.
Η διαρκής διόγκωση του προβλήματος, οδήγησε τον WHO να ανακηρύξει την παχυσαρκία ως παγκόσμια επιδημία. Μια επιδημία με οικονομικές αλλά και ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι επηρεάζει και επιβαρύνει την ψυχολογία του ατόμου, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις
Οι συνέπειες της παχυσαρκίας για τη σωματική υγεία είναι γνωστές, ενώ οι επιπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση και ισορροπία είναι πολύ λιγότερο σαφείς και μελετημένες. Η παχυσαρκία είναι μια κατάσταση επιβάρυνσης της ψυχοσύνθεσης έως και στιγματισμού για τα παχύσαρκα άτομα, τα οποία αντιμετωπίζουν παράλληλα διαταραχές της ψυσικής τους ισορροπίας μαζί με κοινωνικό αποκλεισμό και διακρίσεις, σε πολλούς τομείς της ζωής τους. Έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, αυτοσεβασμό και αρνητικότερη εικόνα για τον εαυτό τους και τις δυνατότητες τους. Τα παχύσαρκα άτομα είναι πιο πιθανό να έχουν κατάθλιψη και άγχος: Οι άνδρες και οι γυναίκες με πρόβλημα βάρους είναι συνήθως λιγότερο δραστήριοι, όχι φυσικά επειδή έχουν πάντα κάποια δυσκολία στη μετακίνησή τους, αλλά επειδή αισθάνονται αμηχανία και νιώθουν ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν ή κουράζονται ευκολότερα.
Οι περισσότεροι από αυτούς δεν αισθάνονται άνετα όταν περπατούν ασκούνται ή εμφανίζονται με λίγα ρούχα ή μαγιώ μπροστά σε άλλους, λόγω του σχήματος και του μεγέθους του σώματος τους. Αυτή η αίσθηση τους περιορίζει συχνά στο σπίτι, περιορίζει την κοινωνικότητά τους και τους δημιουργεί έντονο αίσθημα κατάθλιψης.
Συχνά στερούνται επίσης θέλησης: Λόγω των κοινωνικών διακρίσεων, και του κοινωνικού ρατσισμού που μπορεί να δέχονται, λόγω της εμφάνισής τους, τα υπέρβαρα άτομα στερούνται ισχυρής θέλησης και δύναμης μέσα τους. Αυτό μειώνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους τους και μειώνει την δύναμη της θέλησής τους σε μεγάλο βαθμό, τα τους περιορίζει και δεν τα αφήνει να δείξουν τι μπορούν να καταφέρουν.
Το παχύσαρκο άτομο βιώνει κυρίως αρνητικά συναισθήματα για την αυτοεικόνα του, συνοδεύεται από «αποτυχημένες» προσπάθειες να χάσει κιλά, απογοητεύεται πληγώνοντας την αυτοεκτίμησή του και κρατά την αυτοπεποίθησή του σε χαμηλα επίπεδα. Αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, η νευρικότητα, η απογοήτευση, η απόρριψη, η αποτυχία, η στεναχώρια, η ανία ή ο θυμός και η οργή τους κάνουν να νιώθουν καλύτερα μέσα από το φαγητό και να «ξεχνούν» για πολύ λίγο την όποια αιτία και αφορμή γέννησαν αυτά τα συναισθήματα καταναλώνοντας λιπαρά και γλυκά. Καταφεύγουν δηλαδή στο συναισθηματικό φαγητό και επιλέγουν τι θα φάνε, σε συνάρτηση με τα συναισθήματά τους και όχι μέσα από την οργανική ανάγκη για λήψη τροφής.
Ιδιαίτερα ευάλωτη είναι η εφηβική ηλικία, όπου το σώμα από τη φύση του περνάει ραγδαίες αλλαγές, αναζητώντας συγχρόνως καινούργια ταυτότητα και για αυτό η εφηβική παχυσαρκία αυξάνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας είναι σοβαρές και περιλαμβάνουν περιορισμό στην κινητικότητα, την εξεύρεση εργασίας, απομόνωση, αποφυγή σχέσεων και κοινωνικό στιγματισμό. Το κοινωνικό στίγμα, ξεχωρίζει τα παχύσαρκα άτομα από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, αναπτύσσει μια υποψία ότι οι άλλοι τους σχολιάζουν αρνητικά, και έτσι αρχίζουν να αποφεύγουν τον πολύ κόσμο και να απομονώνονται. Για αυτό και η βοήθεια ειδικών, τόσο στο πρακτικό κομμάτι της διατροφής, αλλά και στο συναισθηματικό είναι απαραίτητη. Θέλει πολλή προσπάθεια και δουλειά, τόσο για να αλλάξουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, για να κοινωνικοιποιηθούν, αλλά βέβαια και για να σταματήσουν να «επιθυμούν» και να τρώνε όλα εκείνα που δεν είναι καθόλου καλά για την υγεία τους.
Οικονομικές επιπτώσεις Τα παχύσαρκα άτομα έχουν πολλές φορές χαμηλότερα ή σε ακραίες περιπτώσεις μηδενικά εισοδήματα (σε περίπτωση αδυναμίας εργασίας λόγω του βάρους ή συνοδών προβλημάτων υγείας), ενώ οι ασφαλιστικές τους εισφορές είναι αυξημένες, λόγω των συχνών προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Πριν 15 χρόνια, το κόστος για νοσηλείες που αφορούσαν παθήσεις σχετιζόμενες με παχυσαρκία στις ΗΠΑ ήταν 52 δις δολάρια (5,7% του ετησίου συνόλου των δαπανών για την υγεία), ενώ το ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε και οι δαπάνες για τον ίδιο λόγο έχουν σήμερα ξεπεράσει το 11-15%.
Οικονομικές εκθέσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία και το κόστος δαπανών ιατρικής φροντίδας ανεβάζουν το ποσό αυτό στα 147 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2008. Τα παχύσαρκα άτομα κοστίζουν 1.400 δολάρια περισσότερο από ό,τι τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Επίσης, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι παχύσαρκες γυναίκες δαπανούν περίπου 4.700 δολάρια περισσότερο από τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος για την υγεία και τα έξοδα εργασίας. Τέλος, η παχυσαρκία μπορεί να συμβάλει σε ετήσιες απώλειες μισθών μέχρι και $1.855, ενώ τα ιδιωτικά ιατρικά ασφάλιστρα μπορεί να είναι κατά 1.100 δολάρια υψηλότερα στους παχύσαρκους ανθρώπους.
Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Μελέτης της Παχυσαρκίας εκτιμά ότι εάν η παχυσαρκία συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια με τους σημερινούς ρυθμούς, το ποσοστό παχυσαρκίας στην Ευρώπη θα φθάσει το 50% μέχρι το 2030, με ταυτόχρονη διόγκωση των δαπανών (νοσηλείες, απώλεια εισοδήματος, αναπηρικές συντάξεις) και πιθανή την κατάρρευση των ασφαλιστικών φορέων και των εθνικών συστημάτων υγείας.
Γράφει ο Χάρης Δημοσθενόπουλος MMedSci.SRD, κλινικός διαιτολόγος-βιολόγος. Eπιστημονικός υπεύθυνος «Κέντρου Διατροφικής Αγωγής» www.dimosthenopoulos.gr Βιβλιογραφία
|
|
|