/
916 Views0

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, MMedSci. SRD
Κλινικός διαιτολόγος-Βιολόγος, Προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ «Λαϊκό»
Μία παγκόσμια επιδημία, αυτή της παχυσαρκίας, εξελίσσεται ραγδαία σε πολλές κοινωνίες, προκαλώντας πολλές και απειλητικές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία αυτών των κοινωνιών εξ αιτίας του σχετιζόμενου με αυτήν κινδύνου της εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων και καρκίνου. H αυξημένη πρόσληψη τροφής και άρα θερμίδων, ιδιαίτερα η αυξημένη πρόσληψη λίπους και ο καθιστικός τρόπος ζωής είναι οι κύριες αιτίες αυτής της επιδημίας. Και βέβαια αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες επιδρούν σε ένα γενετικά προδιατεθειμένο άτομο, ώστε ο συνδυασμός αυτών να είναι το κύριο χαρακτηριστικό των μοντέρνων κοινωνιών.
Η αύξηση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας στον ευρωπαϊκό ενήλικο πληθυσμό είναι άκρως ανησυχητική. Χαρακτηριστικό είναι πως όταν ξεπεραστεί το όριο του υπέρβαρου των ενηλίκων, η θνησιμότητα αυξάνει απότομα. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: περισσότεροι από το 50% των Ευρωπαίων είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Οι χώρες με τα χαμηλότερα, αλλά συνεχώς αυξανόμενα, ποσοστά είναι η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελβετία.
Οι αριθμοί αλλάζουν όταν μελετηθεί μόνο η παχυσαρκία χωρίς τη συμπερίληψη του υπέρβαρου. Στη Ρουμανία, την Ιταλία και την Ελβετία το ποσοστό παχυσαρκίας κυμαίνεται κάτω από το 10% του πληθυσμού, ενώ σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισλανδία και η Μάλτα το ποσοστό των παχύσαρκων ξεπερνά το 20%. Η Ευρωπαϊκή Ενωση κατά μέσο όρο εμφανίζει ποσοστό παχυσαρκίας 15,5%.
Οι διαφοροποιήσεις των ποσοστών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι μικρές. Τα ποσοστά και των δύο κυμαίνονται γύρω στο 15% κατά μέσο όρο. Επιπρόσθετα φαίνεται πως στη Νορβηγία, την Ιταλία και τη Μάλτα οι άντρες είναι πιο παχύσαρκοι από τις γυναίκες, ενώ οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο παχύσαρκες από τους άντρες σε χώρες όπως η Τουρκία, η Ολλανδία και η Λιθουανία.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις κατέδειξαν τελικά πως στην Ευρώπη τα ποσοστά εμφάνισης παχυσαρκίας έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι πως σε ορισμένες χώρες όπως η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο τα ποσοστά αυξήθηκαν περισσότερο από 2 φορές. Αυτή η αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας επηρέασε όλους τους πολίτες κάθε χώρας ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, φυλής, εισοδήματος και κοινωνικού επιπέδου.
Η παχυσαρκία τείνει να εμφανίζεται συχνότερα σε μη ευνοημένες κοινωνικο-οικονομικά ομάδες και η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή στις γυναίκες. Το στοιχείο που φαίνεται να δρα ανασταλτικά στην εμφάνιση παχυσαρκίας είναι τα χρόνια που επενδύει κάποιος στη μόρφωση, καθώς παρατηρήθηκε πως τα πιο μορφωμένα άτομα παρουσίαζαν χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Οι γυναίκες ήταν ξανά αυτές στις οποίες η συσχέτιση αυτή ήταν ισχυρότερη. Παράγοντες οι οποίοι θεωρήθηκαν πως συμβάλλουν στην αύξηση του φαινομένου είναι 1) ο μεγαλύτερος χρόνος που αφιερώνουν οι Ευρωπαίοι στην καθιστική ζωή ή γενικότερα στη μη ενεργό σωματικά ζωή και 2) η πτωτική τάση των πραγματικών τιμών του φαγητού.
Στους επιστήμονες υγείας είναι γνωστό πως η παχυσαρκία αποτελεί νόσο που προκαλεί την εμφάνιση διάφορων άλλων ασθενειών, όπως σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακή νόσο, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, υπνική άπνοια, αναπνευστικές παθήσεις (άσθμα), μυοσκελετικές παθήσεις (αρθρίτιδα) και μερικές μορφές καρκίνου (π.χ. καρκίνος του μαστού). Υπάρχει μια υστέρηση χρόνου μεταξύ της εμφάνισης της παχυσαρκίας και της εμφάνισης κάποιας από αυτές τις ασθένειες. Αυτή είναι συνήθως και η αιτία εφησυχασμού των παχύσαρκων ασθενών και της θεώρησης πως το πρόβλημά τους αφορά μόνο το υπερβάλλον βάρος και την αισθητική εμφάνιση. Ταυτόχρονα όμως είναι αυτή η ίδια αιτία που προκαλεί ετεροχρονισμένα την εμφάνιση του επιπρόσθετου κόστους στο εκάστοτε σύστημα υγείας. Για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας τα τελευταία 20 χρόνια θα έχει ως αποτέλεσμα το σχετιζόμενο με αυτή κόστος στο Ηνωμένο Βασίλειο να είναι αυξημένο κατά 70% το 2015 και 2,4 φορές υψηλότερο το 2025.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν αυτό που όλοι μας φοβόμαστε: το πρόβλημα παραμένει και επιδεινώνεται. Ο σχεδιασμός ενός συντεταγμένου σχεδίου αντιμετώπισης και πρόληψης της ενήλικης και κυρίως της παιδικής παχυσαρκίας μέσα σε ένα τόσο καταθλιπτικό και παχυσαρκογόνο περιβάλλον σαν αυτό που εγκαθίσταται με τη νέα οικονομική συγκυρία, πρέπει να αποτελεί έμπρακτη προτεραιότητα για κάθε κυβέρνηση. Ανεξαρτήτως κόστους.
Σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, το μέσο σωματικό βάρος και η συχνότητα της παχυσαρκίας σημειώνουν ραγδαία αύξηση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός αυτό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πρόσφατα αναγνώρισε ότι υπάρχει έκρηξη μιας “παγκόσμιας επιδημίας”, της παχυσαρκίας και για το λόγο αυτό προέβη στην έκδοση ενός ειδικού τόμου οδηγιών στον οποίο παραθέτει την έκταση, την σοβαρότητα και τις επιπτώσεις από την επιδημία αυτή.
Συγχρόνως με την εμφάνιση της επιδημίας της παχυσαρκίας, αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (αυτόν που παλαιότερα ονομάζαμε των ενηλίκων) και μάλιστα αναμένεται και περαιτέρω αύξησή του στο μέλλον, αφού είναι γνωστό ότι η εμφάνιση διαβήτη γίνεται με κάποια χρονική καθυστέρηση από την εμφάνιση της παχυσαρκίας. Αλλά δεν είναι μόνο ο σακχαρώδης διαβήτης που σχετίζεται αιτιολογικά με την παχυσαρκία. Πλήθος άλλων φθοροποιών παθήσεων συνδέονται με αυτήν, με αποτέλεσμα την αύξηση σημαντικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων, όπως π.χ. έμφραγμα μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσης και η άλλη μάστιγα της εποχής, δηλαδή ο καρκίνος και μάλιστα ο καρκίνος του μαστού, του ενδομητρίου, του προστάτη, του παχέως εντέρου κλπ, σχετίζονται και αυτοί αιτιολογικά με την παχυσαρκία. Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η αύξηση της συχνότητάς της, θα οδηγήσει σε αύξηση της συχνότητας και αυτών των παθήσεων και επομένως αναμένεται ένα σοβαρότατο παγκόσμιο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία και όχι μόνον.
Από την άλλη πλευρά έχει αποδειχθεί ότι η παχυσαρκία έχει μια ισχυρή γενετική προδιάθεση. Αυτή η πληροφορία που είναι καταγεγραμμένη στα γονίδια, αν και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην επιστημονική έρευνα, δεν έχει μέχρι σήμερα επαρκώς καθοριστεί και διαλευκανθεί. Όμως η εμφάνιση της επιδημίας, προφανώς προέρχεται από αλλαγές σε κάποιους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες. H επικρατούσα σήμερα επιστημονική άποψη είναι ότι ο κύριος και σημαντικός περιβαλλοντολογικός παράγοντας που επέδρασε στην εμφάνιση της επιδημίας της παχυσαρκίας, είναι ο “μοντέρνος” τρόπος ζωής, ο οποίος επηρεάζει αυξητικά το ενεργειακό ισοζύγιο. Δηλαδή, οδηγεί σε αυξημένη πρόσληψη τροφής και ιδιαίτερα σε αυξημένη πρόσληψη τροφίμων με μεγάλη περιεκτικότητα λιπαρών, άρα σε αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, καθώς και σε μειωμένη ενεργειακή κατανάλωση τόσο από καθημερινές απλές δραστηριότητες όσο και από παντελή έλλειψη άσκησης.
Αίτια της επιδημίας της παχυσαρκίας:
Από έρευνες για τα αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε διαφορές στην συχνότητα εμφάνισής της σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες γεωγραφικές τοποθεσίες σε πληθυσμιακό επίπεδο, φαίνεται ότι οι παράγοντες που διαταράσσουν το ενεργειακό ισοζύγιο πρέπει να θεωρηθούν και οι πιθανοί παθογενετικοί μηχανισμοί, μέσω των οποίων τα γονίδια ή οι περιβαλλοντολογικοί παράγοντες μπορούν να επιδράσουν αυξητικά στο σωματικό βάρος. Σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της γης, περιγράφεται μια μεγάλη διακύμανση στο σωματικό βάρος και στην συχνότητα της παχυσαρκίας. Έτσι, σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στη μελέτη MONICA, σε 48 διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, το ποσοστό των ανδρών ηλικίας 35 έως 64 ετών που είναι παχύσαρκοι (έχουν δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος = Bάρος/Ύψος2 πάνω από 30 Kg/m2) κυμαίνεται από 3% στο Πεκίνο έως 25% στην πρωτεύουσα της Μάλτας και αντίστοιχα των γυναικών από το 9% πάλι στο Πεκίνο έως το 45% στο Kaunas της Λιθουανίας.
Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία παρόμοια μελέτη παγκόσμιας κλίμακας που θα μας φανερώσει την τάση μεταβολής αυτών των συχνοτήτων. Όμως, στην πλειονότητα των πληθυσμιακών μελετών που προσδιορίστηκε η συχνότητα της παχυσαρκίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αυτή έδειξε σαφή ανοδική τάση. H τάση αυτή της ανόδου ήταν τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη και η αρχική συχνότητα της παχυσαρκίας στον πληθυσμό. Όπως υπάρχει διακύμανση στη συχνότητα της παχυσαρκίας στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές, έτσι παρατηρείται και μια ανάλογη διακύμανση στην ταχύτητα της αύξησης αυτής, με μεγαλύτερες σημειούμενες ταχύτητες σε κράτη με “μοντέρνο” τρόπο ζωής. Επειδή λοιπόν η παχυσαρκία εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, φαίνεται ότι η έκφραση “παχυσαρκία: παγκόσμια επιδημία” δικαιώνεται.
H πραγματική διάσταση της επιδημίας της παχυσαρκίας φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί. Συνήθως τα σοβαρά παχύσαρκα άτομα ντρέπονται για την εικόνα του σώματός τους και αποφεύγουν να εμφανίζονται στους ελέγχους υγείας. Σε μελέτη που έγινε στη Δανία και διερευνήθηκε η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού της παχυσαρκίας και του ποσοστού ανταπόκρισης σε μια πρόσκληση για επανεξέταση μετά πάροδο πολλών χρόνων, το ποσοστό που δεν ανταποκρίθηκε στην επανεξέταση αυξανόταν όσο αυξημένος ήταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος στην αρχική εξέταση. Στα άτομα με το χαμηλότερο σωματικό βάρος το ποσοστό που δεν ανταποκρίθηκε ήταν 20%, ενώ από τα πιο παχύσαρκα άτομα το 45% δεν ανταποκρίθηκε.
Διατροφική συμπεριφορά και σωματική δραστηριότητα:
H επικρατούσα εξήγηση για την επιδημία της παχυσαρκίας είναι ότι οι αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε επίπεδο κοινωνίας (η πολύ γνωστή σε όλους εκμοντερνοποίηση), έχει οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένη διάθεση και εξ αιτίας αυτής σε αυξημένη κατανάλωση τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος και επομένως μεγάλης ενεργειακής πυκνότητας, σε συνδυασμό με μειωμένη ανάγκη για σωματικές δραστηριότητες, οι οποίες μάλιστα είναι και λιγότερο απαιτητικές σε μυϊκή απόδοση. Φυσικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τέτοιες ποιοτικές μεταβολές έχουν επιτελεστεί σε επίπεδο κρατών ή κοινωνιών, αλλά η ποσοτική συσχέτιση μεταξύ των αναφερθέντων αλλαγών και της αύξησης της συχνότητας της παχυσαρκίας δεν είναι ξεκάθαρη. Είναι επίσης δύσκολο να αποδειχθεί ότι διαφορές μεταξύ των ατόμων στις διαιτητικές συνήθειες και στη φυσική δραστηριότητα επηρεάζουν μεταγενέστερα τον κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας. H κύρια αιτία για αυτές τις δυσκολίες προέρχεται από το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατο να έχουμε σαφή και έγκυρα στοιχεία για μεγάλες ομάδες και για μεγάλες χρονικές περιόδους, για τη δίαιτα και την σωματική δραστηριότητα σε ατομικό επίπεδο και πολύ περισσότερο σε πληθυσμιακό.
Έτσι, μια ανάλυση στην αυξητική μεταβολή της συχνότητας της παχυσαρκίας στη Μεγάλη Βρετανία στην περίοδο 1950 έως 1990 και των αλλαγών στην ενεργειακή πρόσληψη και την πρόσληψη λίπους, δεν έδειξε καμία συσχέτιση. Σε αντίθεση, υπήρξε παράλληλη αύξηση του αριθμού αυτοκινήτων ανά οικογένεια, καθώς και αύξηση των ωρών που περνούν μπροστά στην τηλεόραση την εβδομάδα. Από την άλλη μεριά, μελέτη που έγινε στη Δανία έδειξε ότι η σχετική περιεκτικότητα του ημερήσιου διαιτολογίου σε λίπος, αυξάνεται λίγα χρόνια πριν από τη μετέπειτα σημειούμενη αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας.
Επιπρόσθετα, με τα μεθοδολογικά προβλήματα του προσδιορισμού των διαιτητικών συνηθειών και της σωματικής δραστηριότητας, υπάρχει η εντύπωση ότι αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες έχουν αυξομειούμενη επίδραση λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας των ατόμων, η οποία βέβαια βασίζεται στη διαφορετική γενετική προδιάθεση. Επιπλέον, η αιτιολογική επίδραση στην εμφάνιση παχυσαρκίας, μπορεί να εξαρτάται από τη συνδυασμένη επίδραση και της αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης ή/και της αυξημένης πρόσληψης διατροφικού λίπους ή/και της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας.