Συγχρόνως με την εμφάνιση της επιδημίας της παχυσαρκίας, αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (αυτόν που παλαιότερα ονομάζαμε των ενηλίκων) και μάλιστα αναμένεται και περαιτέρω αύξησή του στο μέλλον, αφού είναι γνωστό ότι η εμφάνιση διαβήτη γίνεται με κάποια χρονική καθυστέρηση από την εμφάνιση της παχυσαρκίας. Αλλά δεν είναι μόνο ο σακχαρώδης διαβήτης που σχετίζεται αιτιολογικά με την παχυσαρκία. Πλήθος άλλων φθοροποιών παθήσεων συνδέονται με αυτήν, με αποτέλεσμα την αύξηση σημαντικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων, όπως π.χ. έμφραγμα μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσης και η άλλη μάστιγα της εποχής, δηλαδή ο καρκίνος και μάλιστα ο καρκίνος του μαστού, του ενδομητρίου, του προστάτη, του παχέως εντέρου κλπ, σχετίζονται και αυτοί αιτιολογικά με την παχυσαρκία. Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η αύξηση της συχνότητάς της, θα οδηγήσει σε αύξηση της συχνότητας και αυτών των παθήσεων και επομένως αναμένεται ένα σοβαρότατο παγκόσμιο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία και όχι μόνον.
Από την άλλη πλευρά έχει αποδειχθεί ότι η παχυσαρκία έχει μια ισχυρή γενετική προδιάθεση. Αυτή η πληροφορία που είναι καταγεγραμμένη στα γονίδια, αν και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην επιστημονική έρευνα, δεν έχει μέχρι σήμερα επαρκώς καθοριστεί και διαλευκανθεί. Όμως η εμφάνιση της επιδημίας, προφανώς προέρχεται από αλλαγές σε κάποιους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες. H επικρατούσα σήμερα επιστημονική άποψη είναι ότι ο κύριος και σημαντικός περιβαλλοντολογικός παράγοντας που επέδρασε στην εμφάνιση της επιδημίας της παχυσαρκίας, είναι ο “μοντέρνος” τρόπος ζωής, ο οποίος επηρεάζει αυξητικά το ενεργειακό ισοζύγιο. Δηλαδή, οδηγεί σε αυξημένη πρόσληψη τροφής και ιδιαίτερα σε αυξημένη πρόσληψη τροφίμων με μεγάλη περιεκτικότητα λιπαρών, άρα σε αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, καθώς και σε μειωμένη ενεργειακή κατανάλωση τόσο από καθημερινές απλές δραστηριότητες όσο και από παντελή έλλειψη άσκησης.
Από έρευνες για τα αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε διαφορές στην συχνότητα εμφάνισής της σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες γεωγραφικές τοποθεσίες σε πληθυσμιακό επίπεδο, φαίνεται ότι οι παράγοντες που διαταράσσουν το ενεργειακό ισοζύγιο πρέπει να θεωρηθούν και οι πιθανοί παθογενετικοί μηχανισμοί, μέσω των οποίων τα γονίδια ή οι περιβαλλοντολογικοί παράγοντες μπορούν να επιδράσουν αυξητικά στο σωματικό βάρος. Σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της γης, περιγράφεται μια μεγάλη διακύμανση στο σωματικό βάρος και στην συχνότητα της παχυσαρκίας. Έτσι, σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στη μελέτη MONICA, σε 48 διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, το ποσοστό των ανδρών ηλικίας 35 έως 64 ετών που είναι παχύσαρκοι (έχουν δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος = Bάρος/Ύψος2 πάνω από 30 Kg/m2) κυμαίνεται από 3% στο Πεκίνο έως 25% στην πρωτεύουσα της Μάλτας και αντίστοιχα των γυναικών από το 9% πάλι στο Πεκίνο έως το 45% στο Kaunas της Λιθουανίας.
Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία παρόμοια μελέτη παγκόσμιας κλίμακας που θα μας φανερώσει την τάση μεταβολής αυτών των συχνοτήτων. Όμως, στην πλειονότητα των πληθυσμιακών μελετών που προσδιορίστηκε η συχνότητα της παχυσαρκίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αυτή έδειξε σαφή ανοδική τάση. H τάση αυτή της ανόδου ήταν τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη και η αρχική συχνότητα της παχυσαρκίας στον πληθυσμό. Όπως υπάρχει διακύμανση στη συχνότητα της παχυσαρκίας στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές, έτσι παρατηρείται και μια ανάλογη διακύμανση στην ταχύτητα της αύξησης αυτής, με μεγαλύτερες σημειούμενες ταχύτητες σε κράτη με “μοντέρνο” τρόπο ζωής. Επειδή λοιπόν η παχυσαρκία εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, φαίνεται ότι η έκφραση “παχυσαρκία: παγκόσμια επιδημία” δικαιώνεται.
H πραγματική διάσταση της επιδημίας της παχυσαρκίας φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί. Συνήθως τα σοβαρά παχύσαρκα άτομα ντρέπονται για την εικόνα του σώματός τους και αποφεύγουν να εμφανίζονται στους ελέγχους υγείας. Σε μελέτη που έγινε στη Δανία και διερευνήθηκε η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού της παχυσαρκίας και του ποσοστού ανταπόκρισης σε μια πρόσκληση για επανεξέταση μετά πάροδο πολλών χρόνων, το ποσοστό που δεν ανταποκρίθηκε στην επανεξέταση αυξανόταν όσο αυξημένος ήταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος στην αρχική εξέταση. Στα άτομα με το χαμηλότερο σωματικό βάρος το ποσοστό που δεν ανταποκρίθηκε ήταν 20%, ενώ από τα πιο παχύσαρκα άτομα το 45% δεν ανταποκρίθηκε.
H επικρατούσα εξήγηση για την επιδημία της παχυσαρκίας είναι ότι οι αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε επίπεδο κοινωνίας (η πολύ γνωστή σε όλους εκμοντερνοποίηση), έχει οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένη διάθεση και εξ αιτίας αυτής σε αυξημένη κατανάλωση τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος και επομένως μεγάλης ενεργειακής πυκνότητας, σε συνδυασμό με μειωμένη ανάγκη για σωματικές δραστηριότητες, οι οποίες μάλιστα είναι και λιγότερο απαιτητικές σε μυϊκή απόδοση. Φυσικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τέτοιες ποιοτικές μεταβολές έχουν επιτελεστεί σε επίπεδο κρατών ή κοινωνιών, αλλά η ποσοτική συσχέτιση μεταξύ των αναφερθέντων αλλαγών και της αύξησης της συχνότητας της παχυσαρκίας δεν είναι ξεκάθαρη. Είναι επίσης δύσκολο να αποδειχθεί ότι διαφορές μεταξύ των ατόμων στις διαιτητικές συνήθειες και στη φυσική δραστηριότητα επηρεάζουν μεταγενέστερα τον κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας. H κύρια αιτία για αυτές τις δυσκολίες προέρχεται από το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατο να έχουμε σαφή και έγκυρα στοιχεία για μεγάλες ομάδες και για μεγάλες χρονικές περιόδους, για τη δίαιτα και την σωματική δραστηριότητα σε ατομικό επίπεδο και πολύ περισσότερο σε πληθυσμιακό.
Έτσι, μια ανάλυση στην αυξητική μεταβολή της συχνότητας της παχυσαρκίας στη Μεγάλη Βρετανία στην περίοδο 1950 έως 1990 και των αλλαγών στην ενεργειακή πρόσληψη και την πρόσληψη λίπους, δεν έδειξε καμία συσχέτιση. Σε αντίθεση, υπήρξε παράλληλη αύξηση του αριθμού αυτοκινήτων ανά οικογένεια, καθώς και αύξηση των ωρών που περνούν μπροστά στην τηλεόραση την εβδομάδα. Από την άλλη μεριά, μελέτη που έγινε στη Δανία έδειξε ότι η σχετική περιεκτικότητα του ημερήσιου διαιτολογίου σε λίπος, αυξάνεται λίγα χρόνια πριν από τη μετέπειτα σημειούμενη αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας.
Επιπρόσθετα, με τα μεθοδολογικά προβλήματα του προσδιορισμού των διαιτητικών συνηθειών και της σωματικής δραστηριότητας, υπάρχει η εντύπωση ότι αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες έχουν αυξομειούμενη επίδραση λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας των ατόμων, η οποία βέβαια βασίζεται στη διαφορετική γενετική προδιάθεση. Επιπλέον, η αιτιολογική επίδραση στην εμφάνιση παχυσαρκίας, μπορεί να εξαρτάται από τη συνδυασμένη επίδραση και της αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης ή/και της αυξημένης πρόσληψης διατροφικού λίπους ή/και της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας.