Όσοι έχουν αυξημένη χοληστερόλη δεν κινδυνεύουν μόνο να πάθουν καρδιοπάθεια, αλλά και νόσο Αλτσχάιμερ, επειδή η περιττή χοληστερόλη «τρελαίνει» τα κύτταρα, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Αξιοποιώντας ευρήματα από μελέτες με δύο πολύ πιο σπάνιες ασθένειες – το σύνδρομο Ντάουν και τη νόσο Niemann Pick τύπου C – ανακάλυψαν ότι η χοληστερόλη διαλύει την προσεκτικά οργανωμένη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης (κυτταρικός πολλαπλασιασμός).
Αυτό έχει ως επακόλουθο να δημιουργούνται ελαττωματικοί «απόγονοι» των κυττάρων σε όλο το σώμα – και τα ελαττωματικά κύτταρα που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο οδηγούν στο Αλτσχάιμερ, ενώ εκείνα που συσσωρεύονται στα αιμοφόρα αγγεία οδηγούν στην καρδιοπάθεια.
Όπως γράφουν στην διαδικτυακή επιθεώρηση «PLoS One», η έρευνά τους έδειξε πως ιδίως η «κακή» (LDL) χοληστερόλη κάνει τα κύτταρα ανθρώπων και ζώων να διαιρούνται λανθασμένα και να διανέμουν με άνισο τρόπο τα χρωμοσώματά τους στις επόμενες γενιές κυττάρων.
Όταν, όμως, δημιουργούνται κύτταρα με λάθος αριθμό χρωμοσωμάτων, τα κύτταρα αυτά φέρουν και λάθος αριθμό των αντίστοιχων γονιδίων.
Η νέα μελέτη έδειξε πως με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται ελαττωματικά κύτταρα που φέρουν τρεις κόπιες από το χρωμόσωμα 21 που κωδικοποιεί το αμυλοειδές πεπτίδιο – το κύριο συστατικό των αμυλοειδών πλακών οι οποίες συσσωρεύονται στον εγκέφαλο των πασχόντων από Αλτσχάιμερ.
Η τρισωμία 21, όπως είθισται να αποκαλείται η ύπαρξη τριπλού χρωμοσώματος 21, είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι οι πάσχοντες από σύνδρομο Ντάουν έχουν αυτή την τρισωμία σε όλα τα κύτταρα του σώματός τους από τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη.
Επιπλέον, όλοι αναπτύσσουν την παθολογία στον εγκέφαλο που αποτελεί «σήμα-κατατεθέν» του Αλτσχάιμερ, ενώ πολλοί πάσχουν ήδη από Αλτσχάιμερ στα 50 τους χρόνια.
Προγενέστερες μελέτες της ίδιας ερευνητικής ομάδας έχουν δείξει ότι και στους υπόλοιπους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ, το 10% των κυττάρων έχουν τρεις κόπιες του χρωμοσώματος 21.
Τη μελέτη πραγματοποίησαν ερευνητές από το Ίδρυμα Συνδρόμου Ντάουν Linda Crnic και το Τμήμα Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.
Πηγή : Web Only