Tα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν ένα μεγάλο ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα τόσο για τη χώρα μας όσο και για τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Τα νοσήματα αυτά κατέχουν την πρώτη θέση στις αιτίες θανάτου μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο στην Ευρώπη (σύμφωνα με το Health and Consumer Affairs Council Meeting on Employment and Social Policy 2006), όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη χώρα μας να συγκαταλέγεται πλέον στο δυσμενή κατάλογο των χωρών που πλήττονται περισσότερο.
Βάσει του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 80% των πρόωρων θανάτων προκαλούμενων από καρδιακά νοσήματα και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, θα μπορούσαν να αποφευχθούν με υγιεινή διατροφή, συστηματική φυσική δραστηριότητα και διακοπή του καπνίσματος.
Οι συχνότεροι παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου είναι: η παχυσαρκία η υπερλιπιδαιμία ο σακχαρώδης διαβήτης η υπερκατανάλωση λιπαρών, αλατιού και αλκοόλης η υψηλή αρτηριακή πίεση το κάπνισμα.
Η διατροφή, σε συνδυασμό με τη σωματική δραστηριότητα αποτελεί βασικό προδιαθεσικό παράγοντα που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο και όλους τους σχετικούς παράγοντες.
Ειδικότερα, η σωστή διατροφή έχει σχετιστεί σε πολλές επιδημιολογικές και προοπτικές μελέτες με την ελάττωση της ολικής θνητότητας, και ειδικότερα με τη μειωμένη θνητότητα λόγω καρδιαγγειακών παθήσεων (στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας).
Στη χώρα μας τις τελευταίες δεκετίες σχεδόν όλοι οι παραπάνω παράγοντες επιδεινώθηκαν, μέσα από τη μεγάλη διαφοροποίηση του τρόπου ζωής, την αστικοποίηση και τη διαμονή μεγάλου μέρους του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, την αλλαγή και δυτικοποίηση της διατροφής μας μαζί με την απομάκρυνση από το μεσογειακό μοντέλο του ’60 και τέλος τη διαρκή χρήση του αυτοκινήτου και τον περιορισμό της καθημερινής κίνησης. Παχυσαρκία:
Η παχυσαρκία είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου καρδι-αγγειακών νοσημάτων, ενώ αποτελεί και μείζονα παράγοντα κινδύνου για:
- Σακχαρώδη διαβήτη
- Αρτηριακή υπέρταση
- Υπερλιπιδαιμία
- Μεταβολικό σύνδρομο
Με βάση στοιχεία του Π.Ο.Υ. εκτιμάται ότι η παχυσαρκία ευθύνεται παγκοσμίως για το 30% των εμφραγμάτων και των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, καθώς και για το 60% της υπερτασικής νόσου. Στη χώρα μας και σύμφωνα με στοιχεία του 2008 το ποσοστό στους άντρες φτάνει το 26% και στις γυναίκες το 18.2%, υψηλότερο από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι μπορούμε να πούμε πως στη χώρα μας η παχυσαρκία λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις.
Αν και είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου νοσηρότητας και θνητότητας καρδιαγγειακής νόσου δυστυχώς έχει υποτιμηθεί. Σε μελέτη της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρίας στην οποία συμμετείχαν 30.000 ερωτηθέντες, φάνηκε ότι μόνο το 8% των ερωτηθέντων ατόμων θεωρούν την παχυσαρκία ως μείζονα παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Ακόμη από τους 30.000 ερωτηθέντες, το 19% ήταν παχύσαρκοι (BMI>30), αλλά μόνο το 26% αυτών είχαν επίγνωση της κατάστασης και τέλος το υπόλοιπο 74% από τους 12.400 υπέρβαρους θεωρούσε ότι είχε φυσιολογικό βάρος σώματος
Ένα από τα βασικά αίτια της αύξησης της παχυσαρκίας ήταν η αύξηση στις καταναλισκόμενες θερμίδες καθημερινά (από τις 2912 τη δεκαετία του 60 στις 3666 kcal το 2003), που σε συνδυασμό με την αύξηση κυρίως των λιπιδίων κατά 56% και τη μειωμένη άσκηση οδήγησαν στο θετικό ενεργειακό ισοζύγιο. Επίσης το κύριο χαρακτηριστικό στην ποιοτική σύνθεση της θερμιδικής κατανάλωσης στη χώρα μας ήταν στα μεταπολεμικά χρόνια είναι η συνεχής αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής των λιπιδίων και κυρίως των ζωικών και τρανς λιπών, μέσα από το έτοιμο φαγητό. Όσο αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαφορποιημένης διατροφής μας που συνέβαλε στην αύξηση της παχυσαρκίας σε υψηλό βαθμό ήταν :
Σακχαρώδης Διαβήτης
Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι το 10% πάσχει από ΣΔ, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης όχι μόνο αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά δρα συνεργικά και μεγεθύνει την επίδραση των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως υπερλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, κάπνισμα, παχυσαρκία. Σε πληθυσμιακές μελέτες έχει φανεί ότι τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη διατρέχουν τριπλάσιο κίνδυνο να προσβληθούν από ισχαιμική καρδιοπάθεια, σε σχέση με τους υγιείς (Yusuf et al. 2001).
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας σχετικά με το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου αναφέρεται ότι το 31% των ατόμων που έχουν προσβληθεί από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου έπασχαν ήδη από σακχαρώδη διαβήτη (Andrikopoulos et al. 2007). Σε εκτίμηση του επιπολασμού του Διαβήτη στη χώρα μας από τον Π.Ο.Υ φαίνεται ότι από το 6.1 το 2003 θα φτάσουμε στο 7.3 το 2025.
Ισχαιμικά επεισόδια
Την χρονική περίοδο 1970 – 2004 σημειώθηκε μια δραματική αύξηση της θνησιμότητας κατά 27,8% στην Ελλάδα, έναντι μείωσης 42%-69,3% των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ειδικά σε ηλικίες <65 ετών η Ελλάδα το 2004, παρουσίαζε πλέον την υψηλότερη θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια στη Δυτική Ευρώπη, διπλάσια από την αντίστοιχη των μεσογειακών και των περισσότερων άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, ενώ παρουσιάζει έναν ιδιαίτερα υψηλό δείκτη θνησιμότητας από παθήσεις των εγκεφαλικών αγγείων. Είναι φανερό λοιπόν πως αλλάζοντας τις διατροφικές μας συνήθειες αλλά και τον τρόπο ζωής μας, κατά τα δυτικά πρότυπα, καταφέραμε να εκτινάξουμε τα επίπεδα και ποσοστά όλως των μεταβολικών καταστάσεων που επιβαρύνουν την καδιαγγειακή υγεία μας.
Τώρα λοιπόν, και κάτω από τις ακραίες κοινωνικο – οικονομικές συνθήκες της σύγχρονης οικονομικής κρίσης στη χώρα μας πρέπει να προσπαθήσουμε να επανεφέρουμε τη διατροφή μας στα παλιά πρότυπα του 60.
Περισσότερα όσπρια και λαχανικά, λιγότερο κρέας, αποφυγή έτοιμων γευμάτων και τυποποιημένων τροφίμων, ψάρι φτηνό αλλά υψηλής διατροφικής αξίας όπως η σαρδέλα και ο γάβρος, φαγητό μαγειρεμένο στο σπίτι και ζυμωτό ψωμί θα επαναφέρουν το μεσογειακό μοντέλο διατροφής και μαζί την καρδιαγγειακή μας υγεία και παράλληλα το περισσότερο-και αναγκαστικό λόγω ακρίβειαςν ακρίβειας των καυσίμων-περπάτημα μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα παραπάνω -αρνητικά- ποσοστά.