Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ένα σημαντικό ιατρικό πρόβλημα με πολλές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στο γενικό πληθυσμό. Η συχνότητα εμφάνισης και ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη και ιδιαίτερα του διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται διαρκώς παγκοσμίως, ως αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη πρόσληψη θερμίδων και λίπους, της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας και του στρες. Επίσημα στοιχεία παρουσιάζουν πενταπλασιασμό του επιπολασμού τα τελευταία 15 χρόνια, ενώ υπολογισμοί δίνουν πάνω από 170 εκατομμύρια άτομα με ΣΔ το 2001 (10 εκατομμύρια από αυτούς με διαβήτη τύπου 2 ζούνε στην Αμερική) και εκτιμήσεις για 300 εκατομμύρια μέχρι το 2025. Από τα άτομα αυτά σήμερα, το 90% των διαβητικών ατόμων παρουσιάζουν διαβήτη τύπου 2.
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της γενετικής προδιάθεσης και περιβαντολλογικών και συμπεριφοριστικών παραγόντων κινδύνου. Αν και η γενετική βάση του διαβήτη τα τύπου 2 δεν έχει ακόμα πλήρως διευκρινιστεί, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η μη κατάλληλη διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας αποτελούν βασικούς μη-γενετικούς, τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Παράλληλα υπάρχουν βέβαια και μη τροποποιήσιμοι παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η εθνικότητα, η ηλικία και το χαμηλό σωματικό βάρος κατά τη γέννηση οι οποίοι επίσης συμβάλλουν στην παθογένεια του Διαβήτη. Η γενετική προδιάθεση φαίνεται από το γεγονός πως μόνο το 30-50% των παχύσαρκων διαβητικών θα αναπτύξει ΣΔ ή διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης.
Η ραγδαία αύξηση του επιπολασμού της εμφάνισης του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, αλλά και η εμφάνιση επιβαρυντικών επιπλοκών, πολλές από τις οποίες, όπως οι μικροαγγειακές ή καρδιαγγειακές νόσοι, εμφανίζονται κατά τη διάγνωση του, καθιστούν ύψιστης σημασίας, για τα άτομα με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ, την δυνατότητα έγκαιρης πρόληψη της νόσου και την ανάπτυξη μιας πρωτογενούς παρέμβασης των κινδύνων ανάπτυξης της. Άτομα που συνήθως χρησιμοποιούνται στις αντίστοιχες μελέτες είναι άτομα με διαταραχή ανοχής της γλυκόζης (ΔΑΓ), η οποία είναι μια κατάσταση που αποτελεί πρόδρομη μορφή, με τιμές γλυκόζης που κυμαίνονται από 140 mg/dl έως 190 mg/dl στις 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γρ γλυκόζης και τιμές γλυκόζης νηστείας <126 mg/dl, .
Παχυσαρκία-απώλεια βάρους και πρόληψη του Διαβήτη τύπου ΙΙ
Η παχυσαρκία (ο βαθμός της, η διάρκεια της, αλλά και η συνεχής αύξηση της) θεωρείται σήμερα ως ο σημαντικότερος από αυτούς τους παράγοντες για την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2, όπως φάνηκε μέσα από μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες όπως η Nurses’ Health Study και η Physicians’ Health Study, αν και οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι απόλυτα γνωστοί.
Όπως έχει φανεί μέσα από τις παραπάνω αλλά και άλλες μελέτες το 90% των διαβητικών τύπου 2 είναι παχύσαρκα άτομα. Η παχυσαρκία συμβάλλει στη μείωση της ινσουλινοευαισθησίας, και μετέπειτα αύξηση της έκκρισης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, ενώ η ινσουλινοέκκριση αντισταθμίζει την υπάρχουσα ινσουλινοαντίσταση, οδηγώντας στην εμφάνιση του διαβήτη.
Έτσι, η απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους μπορεί να έχει θετική επίδραση στο λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο, ακόμα και να πρόκειται για μια μικρή απώλεια της τάξης του 5-10%. Παράμετροι όπως η υπεργλυκαιμία, η υπερλιπιδιαμία, η υψηλή πίεση και η ινσουλινοαντοχή μπορούν να επηρεαστούν από μια τέτοια μείωση, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται και αξιοσημείωτη μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c (μείωση κατά 10% του ΣΒ οδηγεί σε μείωση κατά 1% της HbA1c) και βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης.
Μεγάλες μελέτες όπως η SOS-Swedish Obese Subjects, η DPS-Diabetes Prevention Study, και η DPP-Diabetes Prevention Program έδειξαν τη σχέση της απώλειας του σωματικού βάρους (είτε υγιεινοδιαιτητικά, είτε χειρουργικά) με την πρόληψη ή την καθυστέρηση εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ειδικότερα η DPP παρουσίασε ότι η μέτρια απώλεια βάρους των συμμετεχόντων οδήγησε σε μείωση της επίπτωσης του ΣΔ τύπου 2 κατά την 4ετία κατά 58%.
Διατροφή και πρόληψη του Διαβήτη τύπου ΙΙ
Δύο από τις σημαντικότερες και εγκυρότερες μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα στο θέμα της πρόληψης της εμφάνισης διαβήτη, με την τροποποίηση της διατροφής ή του γενικότερου τρόπου ζωής είναι η Finish Diabetes Prevention Study και το Diabetes Prevention Programme (DPP).
Η πρώτη, ήταν μια μελέτη με σκοπό τη μελέτη της αποτελεσματικότητας της διατροφής [μείωση της πρόσληψης λίπους (<30% των προσλαμβανομένων θερμίδων), κυρίως των κορεσμένων λιπών (<10%), αύξηση πρόσληψης φυτικών ινών (τουλάχιστον 15 gr για κάθε 1000 kcal προσλαμβανόμενων θερμίδων)], αλλά και του τρόπου ζωής (ατομικό πρόγραμμα μέτριας άσκησης 30 λεπτά κάθε μέρα), στην πρόληψη του ΣΔ τύπου 2 σε 523, παχύσαρκα (μέσο ΒΜΙ »31 kg/m2) άτομα με διαταραχή ανοχής γλυκόζης. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια χαμυηλότερη επίπτωση του ΣΔ στην ομάδα της παρέμβασης, μια μικρότερη επίπτωση ΣΔ στα άτομα που πέτυχαν σε υψηλότερο βαθμό τους στόχους της δίαιτας και της άσκησης, και τέλος μια σημαντική μείωση των τριγλυκεριδίων, των επιπέδων ινσουλίνης στις 2 ώρες κατά τη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, καθώς και μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Η δεύτερη μελέτη είναι το DiabetesPreventionProgram (DPP), που αποτελεί μια σημαντική προοπτική, τυχαιοποιημένη μελέτη, η οποία μελέτησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης και της αγωγής με μετφορμίνη αναφορικά με την πρόληψη της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σε άτομα με διαραγμένη ανοχή γλυκόζης. Τα αποτελέσματα της έδειξαν μείωση της επίπτωσης του ΣΔ κατά 58% στην ομάδα παρέμβασης με δίαιτα και άσκηση και κατά 31% στην ομάδα της μετφορμίνης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ η εμφάνιση του διαβήτη ήταν μικρότερη στην ομάδα της εντατικοποιημένης υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης έναντι της μετφορμίνης.
Η μελέτη αυτή έδειξε ακόμα ότι ο απαιτούμενος αριθμός ατόμων που θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί για 3 έτη, ώστε να προληφθεί ένα περιστατικό ΣΔ ήταν 6,9, και ότι η σχετικά “μέτρια” τροποποίηση του τρόπου ζωής για 3 έως 4 χρόνια, που χωρίς να είναι μικρό διάστημα δεν είναι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην πρόληψη του ΣΔ.
Οι διατροφικοί παράγοντες λοιπόν που μπορούν να τροποποιηθούν ώστε να επιτευχθεί η πρόληψη ή η καθυστέρηση εμφάνισης του ΣΔ είναι:
1) Μείωση των προσλαμβανομένων θερμίδων: μείωση των προσλαμανομένων θερμίδων κατά 500-1000 kcal έχει βρεθεί ότι οδηγεί στη μείωση του σωματικού βάρους κατά ½-1 κιλό την εβδομάδα. Έτσι, τα υπέρβαρα άτομα, που παρουσιάζουν προδιάθεση εμφάνισης του ΣΒ θα πρέπει να ακολουθούν διαιτολόγια όχι χαμηλότερα των 1000 θερμίδων (δηλαδή διαιτολόγιο μειωμένων θερμίδων=LCD, και όχι αυστηρά υποθερμιδικά διαιτολόγια με λιγότερες των 800 θερμίδων=VLCD), τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τη δραστηριότητα ή τις ειδικές ανάγκες του κάθε ατόμου.
2) Μείωση του προσλαμβανομένου λίπους. Αυτό για να επιτευχθεί πρέπει να περιλαμβάνει:
* μείωση του συνολικού λίπους και κυρίως του κορεσμένου, που είναι ζωικής προέλευσης (π.χ. από τυριά, κρέατα, αβγά και γλυκά) σε ποσοστό <10% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης.
* περιορισμός της συνολικής κατανάλωσης κρέατος. Παράλληλα με την ποσότητα προσέξτε και την ποιότητα τρώγοντας πιο συχνά κοτόπουλο χωρίς δέρμα, άπαχα κομμάτια μοσχαρίσιου και χοιρινού (το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια καλή επιλογή αφού έχει περισσότερο «ορατό» λίπος που μπορεί να αφαιρεθεί πριν τη μαγειρική παρασκευή).
* περιορισμός της συνολικής κατανάλωσης του ποσοστού του λίπους σε 25-30% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης από λίπος και το ελαιόλαδο και λιγότερα τα πολυακόρεστα λάδια (σπορέλαια κ.ά)
* μείωση της προσλαμβανόμενης χοληστερίνης από τροφές
* συχνή κατανάλωση τροφίμων με ω-3 λιπαρά οξέα (παχιά ψάρια π.χ. σκουμπρί, σαρδέλα, σολομό, τσιπούρα, γαύρο) και εμπλουτισμένα τρόφιμα
3) αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων: κυρίως τροφίμων με λευκή ζάχαρη (γλυκά, αναψυκτικά) και λευκό αλεύρι (τυρόπιτες, κευκό ψωμί και αρτοσκευάσματα). Τα τρόφιμα έχουν άμεση επίδραση στα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα και προκαλούν υψηλή παραγωγή ινσουλίνης στο σώμα.
4) αύξηση των προσλαμβανομένων φυτικών ινών: Αυξήστε την πρόσληψη φυτικών ινών από λαχανικά, φρούτα, δημητριακά, βρώμη, όσπρια και μειώστε την κατανάλωση απλών και ραφιναρισμένων υδατανθράκων όπως λευκό ψωμί και δημητριακά, αρτοσκευάσματα κ.ά.
Σωματική δραστηριότητα-άσκηση και πρόληψη του ΣΔ τύπου ΙΙ
Η μέτρια σωματική δραστηριότητα π.χ. με καθημερινό, χαμηλό σε ένταση, περπάτημα ή η πιο οργανωμένη άσκηση αποτελεί σημαντικό κρίκο στη συνολική προσπάθεια για απώλεια ή συντήρηση του σωματικού βάρους. Δεδομένης της σχέσης του βάρους με την εμφάνιση του ΣΔ, γίνεται φανερό πως η άσκηση συμμετέχει επίσης στην πρόληψη της νόσου, αν και η συμμετοχή της αυτή είναι σαφώς μικρότερη από αυτή της σωστής διατροφής και της υποθερμιδικής δίαιτας. Η άσκηση που μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του ΣΒ είναι κυρίως η αεροβική (μέσα από δραστηριότητες όπως είναι το βάδισμα, το ποδήλατο, το κολύμπι, ή η αερόβια άσκηση στο γυμναστήριο), η οποία θα έχει ένταση που θα προσδιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες και τη φυσική κατάσταση του συγκεκριμένου ατόμου. Οι παραπάνω μελέτες έδειξαν ότι σε άτομα που δεν καταφέρνουν να χάσουν βάρος, μια άσκηση μέχρι 4 ώρες την εβδομάδα μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του ΣΔ.