Δημοσίευση: 11-8-2012
Το παγωτό αποτελεί το σήμα-κατατεθέν του καλοκαιριού, γι’ αυτό και η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση στην χώρα μας φτάνει τα 5,5 κιλά, με την συντριπτική πλειονότητα αυτής της ποσότητας να καταναλώνεται από Ιούνιο έως και Αύγουστο.
Όπως όμως αναφέρει το ιταλικό περιοδικό L’Espresso, το παγωτό δεν προστατεύεται από τη νομοθεσία με αποτέλεσμα οι μεν παραγωγοί του να μη μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους κάτω από την πίεση του αθέμιτου ανταγωνισμού, οι δε καταναλωτές να μη γνωρίζουν πάντοτε τι ακριβώς αγοράζουν όταν το προμηθεύονται.
«Αν και οι περισσότεροι που πουλάνε παγωτό το προωθούν ως “σπιτικό”, θέλοντας να δώσουν έμφαση στο θέμα ποιότητα-αγνότητα-καθαρότητα, δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες και προϋποθέσεις που να καθορίζουν ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα κριτήρια που πρέπει να πληροί το προϊόν, ούτως ώστε να είναι όντως τόσο αγνό όσο το σπιτικό», σημειώνεται στο σχετικό άρθρο.
Κάπως έτσι, οι Ιταλοί παραγωγοί δημιούργησαν ένα blog με την ονομασία gelatieriperilgelato.com, φιλοδοξώντας να αποτελέσει ένα φόρουμ συζήτησης, που θα οδηγήσει τελικά στην κατάρτιση ενιαίων προδιαγραφών, οι οποίες θα προστατεύσουν τόσο τη φήμη και την ποιότητα του παγωτού, όσο και την υγεία των καταναλωτών.
Κάθε είδους πρώτες ύλες
Τι γίνεται όμως στην Ελλάδα; «Είναι γεγονός πως για την παραγωγή ενός παγωτού χρησιμοποιούνται κάθε είδους πρώτες ύλες, άλλες εκ των οποίων είναι φρέσκες και καλής ποιότητος (όπως γάλα, αυγά, κακάο, φρούτα κ.τ.λ.) και άλλες μειωμένης ή κακής θρεπτικής αξίας (όπως η σκόνη γάλακτος ή το φοινικέλαιο)», λέει ο κλινικός διαιτολόγος-βιολόγος Χάρης Δημοσθενόπουλος, προϊστάμενος του Τμήματος Διατροφής στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο της Αθήνας.
«Τα παγωτά περιέχουν επίσης γλυκαντικές ουσίες, γαλακτωματοποιητές, σταθεροποιητές και άλλα χημικά πρόσθετα, τα οποία καθορίζονται από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων. Σαφέστατα, όμως, υπάρχουν ορισμένα κενά στη νομοθεσία, τα οποία πρέπει να καλυφθούν για να βελτιωθεί η ποιότητά τους».
* Η παρουσία ή μη υδρογονωμένων (τρανς) φυτικών λιπαρών, τα οποία είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την καρδιαγγειακή υγεία. Στην κατηγορία αυτή ανήκει λ.χ. το φοινικέλαιο που χρησιμοποιείται σε αρκετά παγωτά επειδή έχει χαμηλό κόστος.
* Η παρουσία φρέσκου γάλακτος και κρέμας ή σκόνης.
Χωρίς γάλα
Γιατί όμως το λέει αυτό; Είναι δυνατόν να υπάρχουν παγωτά δίχως γάλα; «Τα παγωτά του εμπορίου είναι τριών ειδών», απαντά. «Το πρώτο είναι το φρέσκο, το οποίο μπορεί κάποιος να προμηθευτεί από καλά ζαχαροπλαστεία και το οποίο έχει παρασκευασθεί από φρέσκα συστατικά, όπως το γάλα, τα αυγά, η πάστα από φιστίκι, το φρέσκο κακάο, οι φράουλες κ.τ.λ.
»Το δεύτερο είδος είναι τα τυποποιημένα παγωτά καλής ποιότητας, στα οποία το πρώτο συστατικό που αναγράφεται στην ετικέτα είναι το γάλα. Το πρώτο αναγραφόμενο συστατικό στο οποιοδήποτε τρόφιμο, σημαίνει ότι το τρόφιμο αυτό αποτελείται σε ποσοστό πάνω από το 50% από το συγκεκριμένο συστατικό.
»Στα καλής ποιότητας παγωτά, λοιπόν, πρώτο συστατικό είναι το γάλα, μετά κάποιο άλλο φρέσκο συστατικό (λ.χ. κακάο, φρούτα) και μετά όλα τα άλλα. Όταν στις πρώτες θέσεις της διατροφικής επισήμανσης υπάρχουν “καλά” συστατικά, τόσο λιγότερα συντηρητικά και ζάχαρη περιέχει το παγωτό, άρα τόσο πιο υγιεινό είναι».
Υπάρχουν όμως και τα παγωτά ή τα επιδόρπια παγωτού ή τα παγωμένα γλυκίσματα (όλα ο κόσμος ως «παγωτά» τα εκλαμβάνει), τα οποία δεν έχουν ως πρώτο συστατικό το γάλα, αλλά σκόνη γάλακτος ή ακόμα και φοινικέλαιο ή φυτικά έλαια.
Σκόνη γάλακτος και φρούτα
«Η σκόνη γάλακτος αποτελεί προϊόν επεξεργασίας που δεν διαθέτει τα θρεπτικά συστατικά, τις βιταμίνες και το ασβέστιο του φρέσκου γάλακτος», εξηγεί ο κ. Δημοσθενόπουλος.
«Συνεπώς τα παγωτά που την περιέχουν έχουν μειωμένη θρεπτική αξία. Όσον αφορά το φοινικέλαιο ή το έλαιο ινδικής καρύδας που συχνά προστίθεται στα παγωτά, δίχως όμως πάντοτε να αναγράφεται έτσι (μια συχνή επισήμανση είναι το “φυτικά έλαια”), αυτά περιέχουν κατά 80% κορεσμένα λιπαρά, τα οποία είναι επιβλαβή για την καρδιαγγειακή υγεία».
Και μετά είναι τα φρούτα. Άλλα παγωτά περιέχουν φρέσκα ή κατεψυγμένα φρούτα (λ.χ. φράουλες) και διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την γεύση και το άρωμα του φρέσκου φρούτου, και άλλα περιέχουν αποκλειστικά αρωματικές και χρωστικές ουσίες, οι οποίες προσδίδουν τη γεύση και το άρωμα του φρούτου, δίχως όμως να το περιέχουν.
«Το πρώτο που έχει να κάνει είναι να διαβάσει την ετικέτα και να βεβαιωθεί ότι πρώτο συστατικό είναι το γάλα, δεύτερο κάποιο άλλο φρέσκο συστατικό, καθώς και ότι έχει όσο το δυνατόν λιγότερες προσθήκες τεχνητών ουσιών γεύσης και αρώματος», συνιστά ο κ. Δημοσθενόπουλος.
«Ταυτοχρόνως πρέπει να είναι καλά συντηρημένο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δεν φυλάσσεται σε καταψύκτη που δείχνει να έχει προβλήματα λειτουργίας, δεν έχειχαρτί συσκευασίας σχισμένο ή κολλημένο πάνω στο τρόφιμο, δεν έχει παραμορφωμένο σχήμα ή συσκευασία, δεν είναι μαλακό με υφή που θυμίζει γιαούρτι ή βούτυρο, δεν εμφανίζει ίζημα ούτε θρυμματίζεται σε μικρά κομμάτια, δεν περιέχει μικροκρυστάλλους, ούτε βεβαίως έχει περίεργη γεύση ή οσμή».
Εν κατακλείδι, «ένα φρέσκο παγωτό από έναν ζαχαροπλάστη που γνωρίζουμε καλά και εμπιστευόμαστε ή ένα τυποποιημένο σε ένα ψυγείο με σταθερή θερμοκρασία, μακριά από τον ήλιο και φτιαγμένο από φρέσκα υλικά, αποτελεί την ιδανική επιλογή», καταλήγει.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Weekend