Στροφή στη μεσογειακή διατροφή έχει κάνει το 65% των Ελλήνων λόγω της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, εννέα στους δέκα καταναλωτές έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, περιορίζοντας την ποσότητα των προϊόντων που αγοράζουν και προσέχοντας τις τιμές τους.
Δύο έρευνες που πραγματοποίησε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών δείχνουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επιλογές που κάνουν οι Έλληνες στις αγορές των τροφίμων, αλλά και των υπόλοιπων αγαθών, με μία σαφή τάση περιορισμού των καταναλωτικών εξόδων.
Σε ό,τι αφορά τις διατροφικές συνήθειες, σε σχέση με το 2006 διαπιστώθηκε μία αύξηση της τάξης των τεσσάρων μονάδων στο ποσοστό των καταναλωτών που δεν τρώνε κανένα απολύτως γεύμα εκτός σπιτιού, ενώ μειώθηκε κατά 7% ο αριθμός αυτών που γευματίζουν συχνά (2 έως 4 φορές την εβδομάδα) έξω.
Βασική αιτία της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών και το 2006 και το 2011 είναι η υγεία, με σχεδόν ίδια ποσοστά (41,74% και 41,76% αντίστοιχα), ενώ η οικονομική κατάσταση, που το 2006, επηρέαζε 2,61% των καταναλωτών, τώρα, επηρεάζει το 19,91%.
Το γάλα, τα γαλακτοκομικά, το ψωμί, τα λαχανικά και τα φρούτα, που αποτελούν τη βάση της μεσογειακής διατροφής, έχουν μπει, σχεδόν καθημερινά, στο τραπέζι των καταναλωτών.
Αντιθέτως, κόκκινο κρέας, ψάρια, τηγανητές πατάτες και αναψυκτικά έχουν περιοριστεί σε μια φορά την εβδομάδα, γλυκά, όσπρια, ζυμαρικά, κοτόπουλο και αυγά καταναλώνονται λίγες φορές την εβδομάδα, ενώ η κατανάλωση αρνιού και κατσικιού περιορίζεται σε μια φορά το μήνα.
Το 26,69% των καταναλωτών δηλώνουν ότι ψάχνουν τα ίδια προϊόντα με χαμηλότερη τιμή σε άλλα καταστήματα, το 26,31% στρέφονται σε φτηνότερα προϊόντα που παράγει το σούπερ μάρκετ (ιδιωτικής ετικέτας) και το 25,16% δηλώνουν ότι αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα.
Στην έρευνα για τις αγοραστικές συνήθειες διαπιστώθηκε ότι η οικονομική κρίση έχει κάνει τους καταναλωτές πιο προσεκτικούς, αν και ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 40% δεν τηρεί το κατάλογο και προσθέτει στο καλάθι του προϊόντα που δεν έχει ανάγκη.
Ωστόσο, ένα πολύ μικρό ποσοστό, μόλις 10,66%, τηρεί αρχείο τιμών, ενώ σχεδόν οι μισοί καταναλωτές δεν έχει τη δυνατότητα σύγκρισης, ώστε να αντιδράσει σε περίπτωση αύξησης.
Σχεδόν άγνωστο, εξάλλου, είναι και το Παρατηρητήριο Τιμών του Υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο δε γνωρίζουν ούτε τρεις στους δέκα καταναλωτές, ενώ από αυτούς που το γνωρίζουν το χρησιμοποιεί μόλις το 30%.