/
1,739 Views0

Ζούμε σε μια σύγχρονη κοινωνία όπου η αφθονία των αγαθών, αντί να είναι θετικό στοιχείο για τη ζωή μας, αποτελεί τελικά απειλή για την υγεία μας. Η υπεραφθονία των καταναλωτικών αγαθών, αλλά κυρίως των τροφίμων και των βιομηχανοποιημένων προϊόντων σίτισης, μας οδηγεί στην υπερκατανάλωση θερμίδων και στην υπερφόρτωση των οργανισμού μας με θερμίδες και επικίνδυνες ουσίες και συστατικά.
Αποτέλεσμα αυτής της υπερκατανάλωσης είναι η έξαρση, τόσο της παχυσαρκίας, όσο και του σακχαρώδη διαβήτη, και η εμφάνιση πλέον του όρου “diabesity (διαβητο-παχυσαρκία είναι η απόδοση του όρου, χωρίς όμως να υπάρχει ακόμα επίσημη μετάφραση του στα Ελληνικά), που δείχνει τη στενή σχέση των δύο αυτών παθολογικών καταστάσεων. Για αυτό το λόγο, η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης θεωρούνται σήμερα, στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, οι συχνότερες νόσοι του μεταβολισμού.

Η παχυσαρκία είναι πλέον ίσως η πιο διαδεδομένη νόσος στις αναπτυγμένες κοινωνίες, με περισσότερο από το 1/3 των κατοίκων των HΠA και του Καναδά και πάνω από το 1/4 των Ευρωπαίων, να είναι υπέρβαρα και παχύσαρκα. Πιο συγκεκριμένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι το 5 έως 10% του πληθυσμού παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 250 εκατομμύρια άτομα, πάσχει από παχυσαρκία, νούμερο που δείχνει τις διαστάσεις του προβλήματος. Στην Αμερική σήμερα το 30% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 74 χρόνων είναι παχύσαρκοι (40 χρόνια πριν ήταν μόλις το 13%), ενώ υπολογίζεται πως σε περίπου 20 χρόνια ένας στους 2 Αμερικανούς θα είναι παχύσαρκος. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία εμφανίζει η Αγγλία, όπου το 8% της παχυσαρκίας το 1980 διπλασιάστηκε στο 16% το 1995.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, παχύσαρκα άτομα είναι το 80%-90% των ατόμων με διαβήτη τύπου. Μόνο στην Ευρώπη, υπολογίζεται πως μέχρι το 2010 περίπου 33 εκατομμύρια ενήλικες θα είναι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, ενώ η παχυσαρκία, που αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου του διαβήτη τύπου 2 (διαβήτη των ενηλίκων που αποτελεί το 90 % των ατόμων με διαβήτη), αυξάνεται επίσης με υψηλούς ρυθμούς συμβάλλοντας στην επιδημία του diabesity ή αλλιώς του obesity-dependentdiabetes (διαβήτη εξαρτώμενου από το υψηλό σωματικό βάρος και την παχυσαρκία) όπως αναφέρεται επίσης στη βιβλιογραφία.
Πολλές είναι οι μακροχρόνιες πολυκεντρικές μελέτες (σε άνδρες και γυναίκες) που αποδεικνύουν τη στενή σχέση και συσχέτιση μεταξύ της παχυσαρκίας και του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2. Από τις μελέτες αυτές είναι φανερό πως ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 μεγαλώνει με την αύξηση της Μάζας Σώματος. Ο σχετικός κίνδυνος για την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 είναι χαμηλός, όταν ο ΔΜΣ < 22, τριπλασιάζεται όταν ο ΔΜΣ 22 - 23 και αυξάνει κατακόρυφα όταν ο ΔΜΣ γίνεται μεγαλύτερος, έως και 50 φορές. Συγκεκριμένα μελέτη αναφέρει ότι αύξηση του σωματικού βάρους κατά 1 κιλό αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης τους διαβήτη κατά 4.5%, ενώ ταυτόχρονα μείωση του σωματικού βάρους κατά 5-10% βελτιώνει πολύ το γλυκαιμικό έλεγχο, πέρα από τον παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Ακόμα βέβαια η παθοφυσιολογική συσχέτιση των δύο αυτών παθολογικών καταστάσεων δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, αλλά έχει δειχθεί πως η αντίσταση στην ινσουλίνη (μειωμένες συγκεντρώσεις της ορμόνης) που είναι παρούσα και στις δύο αυτές παθολογικές καταστάσεις, αποτελεί το κυριότερο συνδετικό στοιχείο μεταξύ της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι η μεταβολική διαταραχή που εμφανίζεται πριν την εμφάνιση του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2, ενώ στα μη διαβητικά άτομα συνδυάζεται με την αύξηση του ΔΜΣ καθώς και με την εμφάνιση του κεντρικού τύπου παχυσαρκίας.
Το τρέχον κόστος του σακχαρώδη διαβήτη είναι σύμφωνα με επίσημες πηγές 15 δισεκατομμύρια το χρόνο, και οι ιατρικές επιπλοκές που προκύπτουν από το διαβήτη κοστίζουν το 8% του συνολικού ιατρικού προϋπολογισμού στην Ευρώπη. Για αυτό το λόγο τόσο η πρόληψη, όσο και η σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση του diabesity είναι ύψιστης σημασίας.
Η σωστή δίαιτα και διαιτολογική αντιμετώπιση διαβήτη και παχυσαρκίας αποτελεί λοιπόν πολύ σημαντικό κρίκο στη συνολική αντιμετώπιση τους. Οι συστάσεις και για τις δύο αυτές καταστάσεις είναι οι ίδιες και για αυτό ακολουθώντας τις επιτυγχάνουμε τη ρύθμιση και των δύο.
Κεντρικοί διατροφικοί άξονες είναι:
·         Η μειωμένη πρόσληψη θερμίδων
·         Μειωμένη πρόσληψη λίπους
·         Μειωμένη πρόσληψη απλών υδατανθράκων και τροφών υψηλού γλυκαιμικού δείκτη
·         Υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών
ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Αυτό που συστήνεται είναι η πρόσληψη όσων θερμίδων χρειάζονται για να εξασφαλίζουν ένα σωματικό βάρος που θα συμβάλει στη καλύτερη ρύθμιση της γλυκόζης, των λιπιδίων και της αρτηριακής πίεσης. Ένα άτομο διαβητικό ή μη θα πρέπει να αποκτήσει ένα ΒΜΙ (Δείκτη Μάζας Σώματος) που να προσεγγίζει το 20-25 (ΒΜΙ=Δείκτης Μάζας Σώματος=Βάρος(Kg) / Υψος2 (m2). Όταν είναι υπέρβαρο θα πρέπει να χάσει βάρος, ακολουθώντας μία σωστή δίαιτα, με μικρά τακτικά γεύματα και όχι μία αυστηρά υποθερμιδική δίαιτα.
 ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ:Οι υδατάνθρακες περιλαμβάνουν τα σάκχαρα και τις αμυλούχες τροφές, καθώς και τις φυτικές ίνες. Ο ολικός αριθμός των υδατανθράκων επηρεάζει με άμεσο τρόπο την αύξηση του σακχάρου του αίματος μετά την κατανάλωση του γεύματος, ενώ η σύσταση είναι για 50-60% των ολικών ημερησίων θερμίδων που να προέρχονται από υδατάνθρακες. Για δεκαετίες ήταν κοινή πεποίθηση ότι οι υδατάνθρακες, και κυρίως οι απλοί, θα πρέπει να απουσιάζουν από το διαιτολόγιο ενός διαβητικού, αφού απορροφούνται ταχύτερα και συντείνουν στην κατάσταση της υπεργλυκαιμίας. Σήμερα αυτό που είναι κοινά αποδεκτό είναι ότι οι υδατάνθρακες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δίαιτα και ότι πρέπει να περιέχονται κατά ένα μεγάλα ποσοστό, κυρίως σύνθετοι, αλλά και απλούστεροι, από γαλακτοκομικά προϊόντα και φρούτα, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά τα τρόφιμα έχουν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από πολλές αμυλούχες τροφές. Συγκεκριμένα προτείνεται κατανάλωση μέχρι 25 γραμμαρίων προστιθέμενης σουκρόζης. Τα ίδια ισχύουν και για άτομα μη διαβητικά τα οποία επίσης πρέπει να προτιμούν τους σύνθετους υδατάνθρακες και τις πηγές τους από τα απλά ζάχαρα. Πηγές τους είναι το ψωμί, οι φρυγανιές, τα ζυμαρικά, το ρύζι, το καλαμπόκι, τα μπιζέλια, οι πατάτες, τα όσπρια, το γάλα, το γιαούρτι, τα λαχανικά σε μεγάλες ποσότητες, και τα φρούτα.
 
ΦΥΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ: Η πρόσληψη φυτικών ινών κρίνεται απαραίτητη αφού έχει βρεθεί ότι πολλές από αυτές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βραδύτερη απορρόφηση της γλυκόζης στο αίμα, στον μεγαλύτερο κορεσμό (που είναι σημαντικός και για την παχυσαρκία) και στην γρηγορότερη απώλεια σωματικού βάρους. Συστήνεται καθημερινή πρόσληψη 20-35 γραμμαρίων, διαλυτών και αδιάλυτων, τόσο από φρούτα, όσο από λαχανικά, όσπρια, δημητριακά ολικής άλεσης κ.ά. Για τις διαλυτές κυρίως βρέθηκε ότι διαλύονται στο νερό και δημιουργούν στο έντερο μία κολλώδη ουσία, που επιβραδύνει την απορρόφηση της τροφής.
 
ΠΡΩΤΕΪΝΗ: Η σύσταση για την πρόσληψη της πρωτεΐνης στη διατροφή του διαβητικού δε διαφέρει από αυτή για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η Αμερικάνικη Διαβητολογική Εταιρεία συστήνει το 10-20% των ολικών ημερήσιων θερμίδων να προέρχονται από πρωτεΐνη, τόσο από ζωικές όσο και από φυτικές πηγές. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται σε περίπτωση νεφροπάθειας, ανάλογα με την κλινική εικόνα και τις ανάγκες του συγκεκριμένου ασθενούς (σε αυτές τις περιπτώσεις προτείνεται μείωση της πρόσληψης στα 0.6-0.7 gr/ kg σωματικού βάρους). Πρωτεΐνες περιέχονται στις εξής τροφές: κρέας, ψάρι, θαλασσινά, κοτόπουλο, τυρί, αυγό, όσπρια, γάλα, και γιαούρτι.
ΛΙΠΟΣ: Η διατροφή τόσο των διαβητικών, όσο και των μη διαβητικών ατόμων που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα θα πρέπει να περιέχει ένα ποσοστό λίπους σχετικά χαμηλό 25-35%. Από αυτό το ποσοστό λιγότερο από το 10% θα πρέπει να προέλθει από τα κορεσμένα λίπη (λίπος του κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, του ζωικού βουτύρου, της καρύδας), και ένα άλλο 10% από τα πολυακόρεστα λίπη (φυτικά λάδια). Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος πρέπει να προέρχεται από τα μονοακόρεστα λίπη (κυρίως ελαιόλαδο-που αν και πολύ υγιεινό έχει τις ίδιες θερμίδες και θέλει μέτρο στην κατανάλωση του).
Το ποσό του συνολικά προσλαμβανόμενου λίπους εξαρτάται από το λιπιδαιμικό προφίλ του ασθενούς, καθώς και από τους συγκεκριμένους στόχους που έχουν τεθεί για το σωματικό βάρος. Αν το άτομο παρουσιάζει αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα του, και κυρίως αυτά της «κακής χοληστερίνης» LDL, τότε συστήνεται η χαμηλότερη πρόσληψη κορεσμένων λιπιδίων σε ποσοστό κάτω από 7% και πρόσληψη χοληστερόλης από τη δίαιτα μικρότερη από 200 mg/ημέρα. Όταν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων είναι αυξημένα-που συναντάται συχνά και σε διαβητικούς και παχύσαρκους, συστήνεται η ταυτόχρονη μείωση των κορεσμένων λιπιδίων κάτω από 10% και ο περιορισμός των υδατανθράκων (κυρίως των απλών). Ταυτόχρονα συστήνεται ο περιορισμός των trans λιπαρών οξέων και η τακτική λήψη των ω3 λιπαρών οξέων μέσα από την κατανάλωση λιπαρών ψαριών.
 
 
Βιβλιογραφία
 
 
  • Bailey CJ. Drugs on the horizon for diabesity. Curr Diab Rep. 2005 Oct;5(5):353-9
 
  • Halpern A, Mancini MC. Diabesity: are weight loss medications effective? Treat Endocrinol. 2005;4(2):65-74
 
 
  • Mobley CC.Lifestyle interventions for “diabesity”: the state of the science. Compend Contin Educ Dent. 2004 Mar;25(3):207-8, 211-2, 214-8; quiz 220.
  • Schmidt MI, Duncan BB. Diabesity: an inflammatory metabolic condition. Clin Chem Lab Med. 2003 Sep;41(9):1120-30
  • American Diabetes Association. Nutrition principles and recommendations in diabetes. Diabetes Care. 2004;27:36S-46S.
  • Kelley DE. Sugars and starch in the nutritional management of diabetes mellitus. Am J Clin Nutr. 2003;78:858S-864S